ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ[1]
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ λαμβάνει χῶρα ἐνσάρκως, πλέον. Ὅλοι οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιὰς
Διαθήκης «εἶδαν» τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Μεσσία ὁ ὁποῖος θὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο
γένος ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας, ὅμως δὲν ἔζησαν τὸ μεγάλο
αὐτὸ γεγονός. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, ὁ Ἰωσήφ, οἱ Ἄγγελοι, οἱ Ποιμένες, ὅλη ἡ
κτίση συμμετέχει στὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ λαμβάνει Χάρη ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπιση
τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ κτίση ἀνυμνεῖ κατ’ αὐτὴν τὸν Δημιουργό της.
Κύριος δὲ καὶ πρωταρχικὸς σκοπὸς καὶ στόχος αὐτῆς τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ
Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ σ’
αὐτὴν ἀποβλέπει.[2]
Ἀποβλέπει ἐν ὀλίγοις
διὰ τῆς ἐνανθρωπίσεώς του στὴν καταστροφὴ τῶν ἔργων τοῦ διαβόλου, στὸ νὰ
σηκώσει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καλῶντάς τους σὲ
μετάνοια, νὰ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, νὰ δώσει ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους, νὰ σώσει
αὐτοὺς καὶ τὸν κόσμο. Δίνει τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακαινίσεως στὸν ἄνθρωπο, ἁγιάζει
τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τὸν φέρνει κοντὰ στὸν Θεό. Διώχνει τὴν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν πλάνη, διδάσκει τὴν ταπείνωση καὶ ἀποκτείνει τὸν θάνατο. Εἶναι ὁ Νέος
Ἀδὰμ ποὺ ἐπανορθώνει τὸ παράπτωμα τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ καὶ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους
ντύνοντάς τους μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀθανασίας. Φέρνει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγαλλίαση
καὶ χαρίζει τὴν ἐλευθερία, τὴ ζωὴ καὶ τὴ λύτρωση. Ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ
«οἰκειώνει» καὶ πάλι τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ νὰ τὸν
ἐπαναγάγει στὴν Ἐδέμ.[3]
Αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός, «τὴ γιορτὴ τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, τῆς Ἐνανθρωπίσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ τοῦ ἄστρου ποὺ φωτίζει μόνιμα τὴ νύχτα τοῦ κόσμου καὶ δείχνει τὴν ὁδὸ στοὺς σοφούς, ποὺ ξέρουν νὰ προσκυνᾶνε μόνο τὴ σαρκωμένη Σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴ Σοφία ποὺ οἰκοδομεῖ, μὲ τὸ ὑλικὸ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἁμαρτίας, τὴν κοινὴ πόλη τῆς Βασιλείας, τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἀδάμ,[4] ὥρισε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία νὰ ἑορτάζεται στὶς 25 Δεκεμβρίου.
ΙΙ. Χρονολόγηση τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ.
Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικότερα
προβλήματα ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἀπησχόλησαν τοὺς χριστιανοὺς ἦταν καὶ τὸ πρόβλημα τῆς
ἐπακριβοῦς χρονολόγησης τῶν γεγονότων τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, καθόσον τὸ Ἱερὸ κείμενο δὲν μᾶς παρέχει ἀκριβεῖς πληροφορίες περὶ
αὐτῶν.
Διονύσιος ο μικρός |
Ὅμως οὔτε ἡ ἀκριβὴς ἡμερομηνία τῆς γεννήσεως δὲν μᾶς εἶναι
γνωστὴ ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια. Ἀπὸ ἐνδείξεις ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ
(ἀπογραφή, ταξείδι ἐπιτόκου γυναικός, παραμονὴ σὲ σταῦλο ζώων, ποιμένες
ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες τὰς φυλακὰς τῆς νυκτὸς) φαίνεται ὅτι ἡ γέννηση τοῦ
Κυρίου δὲν ἔγινε κατὰ τοὺς χειμερινοὺς μῆνες. Οἱ ὁπαδοὶ τοῦ Βασιλείδου τὴν
καθόριζαν στὶς 20 Μαΐου ἢ στὶς 19 ἤ στὶς 20 Ἀπριλίου.[6]
Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν ἡμέρα ὑπῆρχε διαφορά. Ὁ Ἀθηνῶν Μελέτιος τὴν τοποθετεῖ τὴν
τετάρτη τῆς ἑβδομάδος - ὅπως τὴν ἡμέρα αὐτὴ κτίσθηκε ὁ αἰσθητὸς ἥλιος ἔτσι τὴν
ἴδια ἡμέρα ἔλαμψε στὴ γῆ καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης - ἐνῷ ὁ Καλμέτιος τὴν πέμπτη. Ὁ Νικαίας Ἰωάννης σὲ ἐπιστολή του πρὸς
τὸν Ζαχαρία πατριάρχη καθολικὸ τῶν Ἁρμενίων ὑποστηρίζει ὅτι γεννήθηκε ἡμέρα στ΄
(Παρασκευὴ) καὶ ὥρα ζ΄ τῆς νυκτός, ἐνῷ ὁ Ἱππόλυτος
ὁ Θηβαῖος δέχεται ὡς ἡμέρα γεννήσεως τοῦ Κυρίου τὴν Κυριακή.[7]
Ἀρχικὰ
τὰ
Χριστούγεννα
ἑορτάζονταν
στὶς 6 Ἰανουαρίου
ἀπὸ
κάποιες
γνωστικὲς
αἱρετικὲς
παραφυάδες
μαζὶ
μὲ
τὴ
βάπτιση
τοῦ
Κυρίου. Ἀλλὰ
καὶ
οἱ
ὀρθόδοξοι
χριστιανοὶ
ἑόρταζαν
τὴν
γέννηση
τοῦ
Σωτῆρος
τὴν
ἴδια
ἡμέρα
μὲ
τὴν
τῆς
Βαπτίσεως, ἀπαλλαγμένη
βεβαίως
ἀπὸ
τὶς
γνωστικὲς
ἀντιλήψεις
περὶ
τοῦ
ζητήματος.
Συνεορτάζονταν
δὲ
τὰ
δύο
γεγονότα
τῆς
Βαπτίσεως
καὶ
τῆς
Γεννήσεως
τοῦ
Κυρίου
ἀλλὰ
ὑπῆρχε
ἀμφιταλάντευση
ὡς
πρὸς
τὸ
ποιὸ
ἀπὸ
τὰ
δύο
γεγονότα[8]
ἑορταζόταν. Ἄλλωστε
δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε καὶ βαπτίσθηκε ὁ Κύριος. Ἐὰν ἦταν
γνωστὸ θὰ ὑπῆρχαν σχετικὲς ἑορτὲς στὴν Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς καὶ ὄχι μετὰ ἀπὸ
τόσες ἑκατονταετηρίδες ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ συνδυάζονταν στὴν ἴδια ἑορτὴ δύο
γεγονότα ποὺ ἀπέχουν τόσο πολὺ μεταξύ τους χρονολογικά, στὶς 6 Ἰανουαρίου οὔτε
θὰ ξεχώριζε κάποια στιγμὴ ἡ μία ἑορτὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη.[9]
Τὰ Ἐπιφάνεια λοιπὸν
ὁρίσθηκαν στὶς 6 Ἰανουαρίου διότι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα ἑορτάζονταν στὴν
Ἀλεξάνδρεια τὰ γενέθλια τοῦ πολιούχου θεοῦ
«Αἰῶνος» (τοῦ αἰωνίου χρόνου). Ἤδη οἱ γνωστικοὶ εἶχαν τοποθετήσει ἐκείνη
τὴν ἡμέρα τὴν ἑορτὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς «αἰῶνα»
καὶ ἀκολούθησε προφανῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία προσπαθῶντας καὶ αὐτὴ νὰ προφυλάξει τοὺς
ὁπαδούς της ἀπὸ τὸν ἐθνισμό.[10]
Μία – θεολογικὴ βέβαια
- ἑρμηνεία περὶ τῆς καθιερώσεως τῶν ἑορτῶν αὐτῶν στὶς 6 Ἰανουαρίου εἶναι καὶ ἡ
ἑξῆς: ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραβάλλει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ πρὸς τὸν Ἀδὰμ «ἐπειδὴ γὰρ
δι’ ἀνθρώπου ὁ θάνατος καὶ δι’ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ
πάντες ἀποθνήσκουσι, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ.
15,20). Ἐπειδὴ δὲ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὁ χοϊκὸς πλάσθηκε τὴν ἕκτη ἡμέρα τῆς
δημιουργίας, καὶ οἱ χριστιανοὶ καθώρισαν αὐτὴν τὴν ἑορτὴ στὶς 6 Ἰανουαρίου πρὸς
ἀνάμνηση τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Σωτῆρος, τοῦ δευτέρου ἀνθρώπου ἐξ οὐρανοῦ
κατὰ τὸν Ἀπόστολο (1 Κορ. 15,47).[11]
Ὁ συνεορτασμὸς τῶν δύο
αὐτῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν στηριζόταν στὴν εὐθὺς μετὰ τὴν ἱστόρηση τοῦ
Βαπτίσματος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ῥήση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ «καὶ αὐτὸς ἦν
ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος» (γ΄ 23), ἀπὸ τὴν ὁποία εἱκάζετο ὅτι ὁ
Ἰησοῦς βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία πρὶν ἀπὸ
τριάντα χρόνια εἶχε γεννηθεῖ κατὰ σάρκα.[12]
Εἶχε ὅμως καθιερωθεῖ νὰ ἑορτάζονται στὶς 6 Ἰανουαρίου καὶ τὰ δύο γεγονότα καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς συνέπιπτε τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, σύμφωνα μὲ τὸ παλαιὸ ἡμέρολόγιο.[13]
1. Στὴ
Δύση.
Κάποια στιγμὴ ὅμως ἡ πρακτικὴ τῆς Δύσης ἀλλάζει. Ἀπὸ τὸν δ΄ αἰῶνα οἱ Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως τελοῦν τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐνῷ στὴν Ἀνατολή, δηλαδὴ οἱ Ἐκκλησίες Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας καὶ Κύπρου συνεόρταζαν ἀκόμη στὶς 6 Ἰανουαρίου τὴν θεία Ἐνανθρώπιση καὶ τὴν Βάπτιση τοῦ Κυρίου. Μάλιστα γιὰ τὴν διαφορὰ αὐτὴ κάνουν λόγο πολλοί, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Ἱερώνυμος, λέγοντας συγκεκριμένως ὁ πρῶτος πὼς οἱ ἱερεῖς τῆς Αἰγύπτου ὑπὸ τὴν ἑορτὴ καὶ ἡμέρα τῆς Θεοφανείας ἐννοοῦν καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Βαπτίσεως καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεως κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ συνεορτάζουν τὸ μυστήριο καὶ τῶν δύο γεγονότων, ὄχι δύο φορὲς ὅπως γίνεται στὴ Δύση, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἴδια ἡμέρα τῶν Θεοφανείων.[14]
2. Οἱ μαρτυρίες.
Πάπας Λιβέριος |
Ἡ ἀρχαιότερη ὅμως ἀξιόπιστη μαρτυρία εἶναι τοῦ Ἀμμιανοῦ Μαρκελλίνου (21,2 + περὶ τὸ 400) σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης τὸ 361[16] στὴ Βιέννη (ὄχι στὸ Παρίσι τῆς Γαλλίας) μετεῖχε τῆς ἑορτῆς τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν.[17
3. Οἱ
λόγοι ποὺ συνετέλεσαν ὥστε νὰ μετατεθεῖ ἡ ἑορτή.
Πράγματι ἡ ἑορτὴ τῶν
Χριστοῦ Γεννῶν μετατέθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου ὄχι βέβαια γιατὶ κατ’ ἐξοχὴν
ὑπελόγισαν ὅτι γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξισορροπηθεῖ μὲ τὴν λαμπρότητα
τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τοῦ Ἡλίου {dies invicti Solis ἢ πλησιέστερον dies natalis Solis invicti =ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ ἀηττήτου (Ἡλίου)}. Κατ’ αὐτὴν οἱ
ἐθνικοὶ ἑόρταζαν τὴν γενέθλιο ἡμέρα τοῦ ἀηττήτου ἡλίου, τὴν αὔξηση δηλαδὴ τῆς
ἡμέρας, τὴν νίκη τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους.[18]
Συνέπεσε ὅμως καὶ πρὸς
τὴν ἀγαπημένη ἑορτὴ Διονύσου τοῦ Σωτῆρος, τὰ Βρουμάλια. Εἶναι ὁ γνωστὸς τύπος
θεοῦ ποὺ πεθαίνει καὶ ξαναγεννιέται κάθε χρόνο, εἶναι ἕνα πνεῦμα τῆς
βλαστήσεως, εἶναι ἕνα θεϊκὸ πρότυπο τῆς ἀμείλικτης μοίρας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
Διόνυσος μάλιστα πέθαινε καὶ θαβόταν κάθε χρόνο στοὺς Δελφούς.[19]
Πρὶν ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ
Βρουμάλια προηγοῦνταν τὰ Κρόνια ἀπὸ τὶς 17 ἕως τὶς 24 Δεκεμβρίου. Στὶς 24
Δεκεμβρίου τελοῦνταν τὰ Σιγγιλάρια, κατὰ τὰ ὁποῖα προσφέρονταν στὰ παιδιὰ δῶρα
ἀπὸ κερὶ ἢ πηλό, εἴδωλα καὶ ἀγαλμάτια.[20]
Στὶς παγανιστικὲς
αὐτὲς ἑορτὲς ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία πολὺ σοφὰ ἀντέταξε τὴν γέννηση τοῦ ἀληθινοῦ
φωτός, τοῦ νοητοῦ ἡλίου[21],
ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνέτειλεν ἐκ Παρθένου καὶ ἐφώτισε
τὴν ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου ἀνθρωπότητα.[22]
Ὁ καθορισμὸς μάλιστα καὶ
ἡ σύσταση τῆς νέας αὐτῆς ἑορτῆς χρησίμευε καὶ ὡς ὅπλο ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν. Ὡς ἀντιστάθμισμα καὶ
διαμαρτυρία κατὰ τῆς ἀμφιβολίας τῶν ἀρειανῶν περὶ τοῦ τρισυποστάτου τῆς
θεότητος καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀρειανισμοῦ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μόνον στὸ
βάπτισμα ἔλαβε τὴν θεία σοφία συστήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἰδιαιτέρα καὶ
ἀνεξάρτητη ἑορτή, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις τῆς
Ἐκκλησίας ἦταν ἡ πρακτικὴ ἔκφραση τοῦ δόγματος τῆς ἑνότητος στὴν Ἁγία Τριάδα
καὶ τῆς Τριάδος στὴ Μονάδα.[23]
Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν
αἱρετικῶν Γνωστικῶν καὶ Μανιχαίων οἱ
ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν θεία ἐνσάρκωση καὶ δίδασκαν πὼς ὁ «αἰὼν» Σωτὴρ ἐνώθηκε μὲ
τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ κατὰ τὸ βάπτισμα καθιερώθηκε ξεχωριστὴ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως.[24]
Ἕνας ἄλλος λόγος ἦταν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου. Ὅταν εἰσῆλθε τὸ νέο ἡμερολόγιο στὴ Δύση, τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο μετετέθη στὶς 25 Δεκεμβρίου ἀπὸ τὶς 6 Ἰανουαρίου, ὁπότε κατὰ συνέπειαν, μετατέθηκε καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων.[25]
4. Στὴν
Ἀνατολή.
Τρεις Ιεράρχες |
Θεοφανείων καὶ ἡ καθιέρωσή της διαδόθηκε, ἀρχικά, στὴν Ἀνατολὴ προφανῶς ἀπὸ τοὺς Εὐσταθιανοὺς τῆς Ἀντιχείας, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονταν σὲ κοινωνία μὲ τὴ Ρώμη.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρεται στὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τῶν
Ἐπιφανείων καὶ τῶν ἁγίων Φώτων (PG 36,312 κἑξ 356-360),
ὑπῆρξε δὲ προφανῶς ὁ εἰσηγητὴς τῆς ἑορτῆς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργάσθηκε
πάρα πολὺ γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ νέα ἑορτή.[26]
Ὁ Μέγας Βασίλειος εἰσήγαγε τὴν ἑορτὴ στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας
γύρω στὸ 376 καὶ ἐκφώνησε «Λόγον εἰς τὴν
Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν» (PG 31, 1473).
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης ἐκφώνησε Λόγο τὸ 386 γιὰ τὴν ἑορτὴ
τῶν Χριστουγέννων στὴν Ἀντιόχεια ὑπὸ τὸν τίτλο «Λόγος εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (PG
49, 351-362).
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος ἀναφέρει πὼς ἦταν γνωστὴ ἀπὸ δεκαετίας («καίτοι γε οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καὶ γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ
ἡμέρα γεγένηται» PG 49, 352). Βέβαια ἡ
γνώση της δὲν σημαίνει καὶ τὴν ἐπίσημη καθιέρωσή της στὸ ἑορτολόγιο τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Τὸ ὑπαινίσσεται καὶ ἡ ἔκφραση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἐπίσημη καθιέρωσή της «πάλαι
ταύτην ἐπεθύμουν ἐγὼ τὴν ἡμέραν ἰδεῖν, καὶ οὐχ ἁπλῶς ἰδεῖν, ἀλλὰ μετὰ πλήθους
τοσούτου· καὶ τούτου διηνεκῶς ηὐχόμην οὕτως ἡμῖν πληρωθῆναι τὸ θέατρον, ὥσπερ
ἐστὶ νῦν ὁρᾶν πεπληρωμένον...» (αὐτόθι).
Ὁ H. Lietzmann
ὑποθέτει πὼς εἶχε καθιερωθεῖ ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων στὴν μικρὴ κοινότητα
τῶν Εὐσταθιανῶν[27]
τοῦ Παυλίνου καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀντιοχείας Φλαβιανὸ τὸ 386 ὕστερα ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου σ’
αὐτόν, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπιρροή.[28]
Τὸ ὅτι εἶχε χωρισθεῖ ἡ
ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὴν τῶν Θεοφανείων συμπεραίνει κανεὶς καὶ ἀπὸ
ἐπιστολὴ τοῦ ἱ.Αὐγουστίνου, στὴν
ὁποία κάνει λόγο περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ὅτι αὐτὴ ἐτελεῖτο κατὰ τὸ
τέλος τοῦ ἔτους. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὁμιλία τοῦ Ἐπισκόπου
Ἑμέσης Παύλου, ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στὶς 29 τοῦ μῆνα Χοιὰκ (25 Δεκεμβρίου) στὴν μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας «λόγος εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Κυρίου» (PG
77, 1433-1444) φαίνεται ὅτι στὶς Ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Γ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου διακρίθηκε ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὴν τῶν
Θεοφανείων.[29]
Ἀρχικῶς στὴν Ἀλεξάνδρεια ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἐτελεῖτο ὄχι στὶς 6 Ἰανουαρίου
ἀλλὰ στὶς 8 Νοεμβρίου καὶ ὅταν ὡρίσθηκε ἡ 8η Νοεμβρίου γιὰ τὴν ἑορτὴ
τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων στὴν 6η
Ἰανουαρίου, συμπεριλαμβάνοντας καὶ τὴν τῶν γενεθλίων τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ
ἀντιμετωπισθεῖ καὶ τὸ πρόβλημα τῶν Γνωστικῶν καὶ τῶν ἐθνικῶν.[30]
Μετὰ ὅμως ἀπὸ συζητήσεις
τοῦ Ἁγ.Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας μὲ
ἄλλους Ἱεράρχες στὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο πείσθηκε νὰ εἰσάγει τὴν νέα ἑορτὴ
στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα ἡ νέα αὐτὴ ἑορτὴ τελέσθηκε γιὰ πρώτη
φορὰ στὴν Ἀλεξάνδρεια τὴν 25η Δεκεμβρίου 432 ὅταν βρισκόταν ἐκεῖ ὁ
Παῦλος Ἑμέσης ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἐκφώνησε τὸν ὡς ἄνω λόγο.[31]
Ἐπίσης ὁ Γρηγόριος
Νύσσης στὸ λόγο του «εἰς τὴν ἡμέραν τῶν
Φώτων, ἐν ᾗ ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος ἡμῶν» (PG 46,577-600 ἡ
παραπομπὴ τοῦ συντάκτου) διακρίνει σαφῶς τὴν ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων τοῦ Κυρίου ἀπὸ
τὴν ἑορτὴ τῶν Φώτων, δηλαδὴ τῆς Ἐπιφανείας. Ὡσαύτως ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας στὸν «Λόγῳ κατηγορικῷ τῆς ἑορτῆς τῶν Καλανδῶν» [32]
ἀπαριθμώντας σαφῶς τὶς ἑορτές, διακρίνει τὴν ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων ἀπὸ τῆς
Βαπτίσεως.[33]
Τελευταῖα ὅμως ἀπ’
ὅλες τὶς Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες εἰσήγαγε τὴν νέα αὐτὴ ἑορτὴ ἡ Ἐκκλησία τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ τοῦτο ἐπὶ Ἐπισκόπου Ἰουβεναλίου
(422-458). Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸν θάνατό του, τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 458, οἱ
Ἱεροσολυμίτες ἐπανῆλθαν στὴν παλαιὰ ἑορτὴ συμπανηγυρίζοντας τὰ Χριστούγεννα μὲ
τὰ Θεοφάνεια, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνει ὁ Κοσμᾶς
Ἰνδικοπλεύστης στὴν «Χριστιανικὴ
Τοπογραφία» του, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀβραὰμ
Ἐφέσου σὲ λόγο του στὴν Θεοτόκο, στηλιτεύοντας παράλληλα τὴν ἐπιμονὴ τῶν
Παλαιστινίων καὶ τῶν προσκειμένων σ’ αὐτοὺς Ἀράβων, στὸν συνεορτασμὸ τῶν δύο μεγάλων
αὐτῶν ἑορτῶν. Ὅπως ὅμως ἀναφέρει ὁ ἰστορικὸς Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (Νικηφ. Ἐκκλ. Ἰστορία, βιβλ. ιζ΄),
ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς καθόρισε νὰ τελεῖται ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς στὶς 2
Φεβρουαρίου (ὕστερα δηλαδὴ ἀπὸ 40 ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων
σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση) ἐπὶ τῇ ἀπαλλαγῇ τῆς Κ/πολης ἀπὸ λοιμικὴ νόσο
τὸ 542. Ἑπόμενο ἦταν νὰ ἑορτάζεται ἡ ἑορτὴ αὐτὴ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν 2α
Φεβρουαρίου. Ὅμως ἐξακολουθοῦσε ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ νὰ ἑορτάζει τὰ Χριστούγεννα
μαζὶ μὲ τὰ Θεοφάνεια στὶς 6 Ἰανουαρίου. Συνέπεια δὲ αὐτοῦ ἴσως ἦταν καὶ τὸ
διάταγμα τοῦ Ἰουστίνου β΄ πρὸς ἄρση
αὐτῆς τῆς ἀνωμαλίας στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων.[34]
Ἔτσι λοιπὸν ὁ
ξεχωριστὸς ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Βαπτίσεως εἰσάγεται βαθμηδὸν καὶ
στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ὅπως εἰσήχθη καὶ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες τῆς
Ἀνατολῆς.
Ἡ Ἀρμενικὴ ὅμως Ἐκκλησία προτίμησε νὰ ἐμμείνει στὴν διπλὴ ἑορτὴ τῆς 6ης
Ἰανουαρίου, πολεμώντας μὲ μεγάλη σφοδρότητα τὴν παραδοχὴ τῆς 25ης
Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρας τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 5ης
Ἰανουαρίου τελοῦν τὴν λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τὸ δὲ πρωΐ τῆς 6ης
τὴν λειτουργίαν τῶν Ἐπιφανείων καὶ τὸν ἁγιασμό.[35]
Συνέπεια δὲ τούτου εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου στὶς 14
Φεβρουαρίου.[36]
(Συνεχίζεται ΕΔΩ )
[1] Εργασία ποὺ ἐκπονήθηκε γιὰ τὸ ΜΠΣ τοῦ ΑΠΘ Λειτουργικὴ - Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία καὶ Τέχνες, Θεσ/κη 2000.
[2] Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, νῦν Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ
Δεσποτικὲς Ἑορτές, Ἐκδ. Ἱ.Μ.Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας) Ἐκδ. Α΄ 1995, σελ.
39-63.
[3] Γ.Β.Μαυρομάτη, Τὰ
Χριστούγεννα, Ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σελ. 63-94.
[4] Γιανναρᾶ Χρ., Ἡ
πρόσκληση τῆς γιορτῆς, στὴ Νεοελληνικὴ ταυτότητα, Ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1978,
σελ. 220-221.
[5] Γεωργίου Πατρώνου, Ἡ
Ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ, Ἐκδ. Δόμος, Ἀθ. 1991, σελ. 129.
[6] Ἰω.Μ.Φουντούλη, Λογικὴ
Λατρεία, Ἐκδ. Ἀποστ. Διακονία Έκκλ. Ἑλλάδος, Ἐκδ. Β΄ 1984, σελ. 329.
[7] Γ., Ἐκκλησιαστικὴ
Ἀλήθεια, περ. Α 4 (1883-4) σελ. 169 σημ. 4, 5 καὶ 6
[8] Στὰ Ἱεροσόλυμα
ἑόρταζαν κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τὴν γέννηση τοῦ Κυρίου μὲ τὴν προσκύνηση τῶν
ποιμένων καὶ τῶν μάγων. Στὴν Αἴγυπτο ὅπως σημ. παρακάτω, συνεορταζόταν ἡ
βάπτιση καὶ ἡ γέννηση. Στὴν Κύπρο κατὰ μαρτυρία τοῦ Ἁγ. Ἐπιφανίου προσετίθετο
καὶ ὁ Γάμος τῆς Κανᾶ, τὸ πρῶτο θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριος. Πιθανὸν καὶ τὰ
τρία γεγονότα συνεορτάζονταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὰ τρία πρῶτα σημεῖα τῆς
ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου, ἴσως ὅμως καὶ νὰ πρόκειται περὶ διαφόρων κατὰ τόπους
λειτουργικῶν παραδόσεων συγκερασθεισῶν βραδύτερον εἰς κοινὴν ἑορτή
(Ι.Μ.Φουντούλη, λ. «Θεοφάνεια», ΘΗΕ, Αθ. 1967, τ. 6ος, στ. 361).
[9] Ἀρχ. Βασ. Στεφανίδου,
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἐκδ. Ἀστὴρ-Παπαδημητρίου, Ἀθ. 1990, Ἐκδ. 5η, σελ. 116.
[10] Αὐτόθι.
[11] Σεραφεὶμ Παπαπαϊσίου,
Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ὑπὸ ἱστορικὴν ἔποψιν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, 20
(1900) σ. 550-551.
[12] Γ.Γ.Μπεκατῶρος, λ.
«Χριστούγεννα», ΘΗΕ, Ἀθήνα 1967, τ. 12, στ. 351.
[13] Ι.Μ.Φουντούλη, Λογικὴ
λατρεία, σελ. 329.
[14] Ἀρχ. Ἰακώβου
Βατοπεδινοῦ, Βραχεία Ἱστορικὴ Μελέτη περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλ. Ἀλήθεια περ. Β΄ 18 (1898) σελ. 23.
[15]Ἀρχ. Ἰακ. Βατοπεδινοῦ,
ὅπου παραπάνω, σελ. 25.
[16] ἢ τὸ 360 κατὰ Β.Ἀ.
Μυστακίδη, Τὰ Χριστούγεννα, ἡ πρώτη τοῦ νέου ἔτους καὶ τὰ Θεοφάνεια, Ἐκκλ.
Ἀλήθεια, περ. Β 14 (1894-95) σελ. 351.
[17] Ἀρχ. Βασ. Στεφανίδου,
ὅπου παραπάνω, σελ. 116.
[18] Στὴν ἐπανεισαγωγὴ τῆς
ἐθνικῆς καὶ εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς ἑορτῆς συνετέλεσε τὰ μέγιστα Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361-363).
Ἀνασυνέστησε τὴν ἑορτὴ τοῦ φυσικοῦ ἡλίου ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν νοητὸ Ἥλιο τῆς
Δικαιοσύνης καὶ τὴν ἑόρταζε μὲ μεγάλες καὶ πανηγυρικὲς ἐκδηλώσεις προσπαθώντας
νὰ προσελκύσει χριστιανοὺς στὴν παλαιὰ θρησκεία. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο κατὰ τὸ
χρόνο τῆς μετάβασης τοῦ ἥλιου ἀπὸ τὸ χειμῶνα στὴν ἄνοιξη καὶ προσωποποιεῖτο μὲ
τὸ ἄγαλμα ἑνὸς νεαροῦ ἄνδρα, ὁ ὁποῖος διατρυποῦσε ἕναν ταῦρο μὲ λόγχη. Δίπλα
στὸν ταῦρο βρισκόταν ἕνας σκῦλος ὁ ὁποῖος ἔπινε τὸ αἷμα ποὺ ἔῤῥεε ἀπὸ τὴν πληγὴ
τοῦ ταύρου. Ἀκόμη δίπλα στὸν ταῦρο βρισκόταν καὶ ἕνα ναρκωμένο φίδι. Ὁ νεαρὸς
ἄνδρας παρίστανε τὸν ἥλιο, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν μῆνα Δεκέμβριο μεταβαίνει στὸ ζώδιο
τοῦ ταύρου. Τὸ αἷμα εἰκονίζει τὴν βροχή, ἡ ὁποία πέφτει ἄφθονη τὴν περίοδο τῆς
ἄνοιξης. Ὁ σκῦλος καταπίνοντας τὸ αἷμα σήμαινε τὴ γῆ, ἡ ὁποία καταπίνει τὴ
βροχή. Τὸ δὲ ναρκωμένο φίδι σήμαινε τὸ χειμῶνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει χάσει τὴ
δύναμή του, (Παπαπαϊσίου Σεραφείμ, ὅπου παραπάνω, σελ. 551).
[19] M.P.Nilson
Ἰστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Θρησκείας, Ἐκδ. Παπαδῆμα, Ἀθ. 1993, σελ. 39.
[20] Β. Ἀ. Μυστακίδη, ὅπου
παραπάνω, σελ. 350.
[21] Καὶ ἀπὸ τοὺς Προφῆτες
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποκαλεῖται καὶ χαρακτηρίζεται ὁ Μεσσίας Ἥλιος τῆς
Δικαιοσύνης, (πρβλ. Μαλ. 4, 1-3). Ὁ
Θεὸς ἀποκαλεῖται Ἥλιος (Ψαλμ.
84,11). Εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς ποὺ δίδει τὸ ὄνομα αὐτὸ στὸν Υἱό Του καὶ ὁ
ὁποῖος φέρνει τὸ φῶς σὲ μιὰ χῶρα σκότους καὶ σκιὰ θανάτου (Ἡσ. 9,2 καὶ 42,6-7 πρβλ. καὶ Λουκ. 1,76-79) (π.Thomas
Hopko, Χειμωνιάτικη Πασχαλιά, Ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθ. 1994, σελ.
175-176).
[22] Ἰ. Μ. Φουντούλη,
Λογικὴ λατρεία, σελ. 329-330.
[23] Ἀρχ. Ἰακ.Βατοπεδινοῦ,
ὅπου παραπάνω, σελ. 25.
[24] Β.Ἀ.Μυστακίδη, ὅπου
παραπάνω, σελ. 342 καὶ σημ. 9.
[25] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογικὴ
λατρεία σελ 329-330.
[26] Ἡ ὁριστικὴ ἐπικράτηση
τῆς ἑορτῆς στὴν Κ/πολη ὀφείλεται στὸν Ἅγ.Ἰω.
Χρυσόστομο ὅπως συμπεραίνουμε ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου Ἑδέσσης (+708), στὴν
ὁποία ἀναφέρεται πὼς ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων εἰσήχθη στὴν Κ/πολη ἐπὶ
Αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395-408) καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Τὴν
πληροφορία αὐτὴ ἐπιβεβαιώνει καὶ τὸ Συναξάριο τῆς Κ/πολεως, στὸ ὁποῖο λέγεται
πὼς «ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπήρξατο
ἀπ’ αὐτοῦ τελεῖσθαι» {Synaxarium Constantinopolitanum, Acta Sanctorum
Novembris Propylaeum σ.313} Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου
Παπαδοπούλου, Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἐν τῇ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων, Ν. Σιὼν 33
(1938), σ.7) (Κατὰ τὸν Ἀρχ.Ἰακ. Βατοπεδινὸ ὅμως ἡ ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς
ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων στὴν Κ/πολη ὀφείλεται στὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο
περίπου στὶς ἀρχὲς τοῦ ε’ αἰῶνα ὅπου παραπάνω, σελ.25).
[27] Οἱ Εὐσταθιανοὶ ἦσαν κάποιοι αἱρετικοὶ οἱ
ὁποῖοι ἀπεσχίσθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν 4ο αἰῶνα ὑπὸ τὸν πρεσβύτερο
Εὐστάθιο μαθητὴ τοῦ Ἀρείου στὴν
Ἀλεξάνδρεια. Στοὺς ὁπαδούς του ἐπέβαλλε ἰδιότυπο καὶ αὐστηρὸ μοναχισμὸ καὶ ὁ
ἴδιος διεκατείχετο ἀπὸ ἔντονες ἐνθουσιαστικὲς τάσεις. Τοὺς Εὐσταθιανοὺς
κατεδίκασε ἡ ἐν Γάγγρᾳ τῆς Παφλαγονίας τοπικὴ Σύνοδος διὰ τῆς θεσπίσεως 20
κανόνων. (Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία, Ἀθήνα 1994, τ. Α΄, σελ. 940-943).
[28] Βλ. Φειδᾶ, ὅπου
παραπάνω, σελ. 917.
[29] Ἀρχ. Ἰακώβου
Ἀρχατζικάκη, Περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, Ν. Σιὼν 10 (1910) σελ.
52-53.
[30] Πρβλ.προηγ.σημ.23.
[31] Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χρυσ.
Παπαδοπούλου, ὅπου παραπάνω, σελ. 7-8.
[32] Κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Καλανδῶν οἱ Ρωμαῖοι ἑόρταζαν τὴν
σωτηρία τῆς Ρώμης ἀπὸ πείνα σὲ καιρὸ πολέμου. Τρεῖς ἀδελφοί, ὁ Καλάνδος, ὁ Νόννος καὶ ὁ Εἰδὸς
ἔθρεψαν τοὺς πολίτες, ὁ μὲν Καλάνδος γιὰ 12, ὁ Νόννος 10 καὶ ὁ Εἰδὸς 8. Ἕτσι οἱ
12 πρῶτες ἡμέρες τοῦ ἔτους ὀνομάζονταν Καλάνδες, οἱ 10 ἑπόμενες Νόννες καὶ οἱ
ὑπόλοιπες 8 Εἰδοῦς, ἀπὸ τοῦ Εἰδοῦ. Κατ’ αὐτὲς τὶς ἑορτὲς ἑόρταζαν μὲ χορούς,
παιγνίδια, ἰστορίες καὶ πολλὰ τραγούδια. Τὴν ἑορτὴ αὐτὴ τῶν καλανδῶν ὅπως καὶ
κάποιες ἄλλες κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐν Τρούλλῳ Σύνοδο διὰ τοῦ ΞΒ’
κανόνα, «τὰς οὕτω λεγομένας καλάνδας, καὶ
τὰ λεγόμενα βοτά, καὶ τὰ καλούμενα βρουμάλια, καὶ τὴν ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ Μαρτίου
ἐπιτελουμένην πανήγυριν, καθάπαξ ἐκ τῆς τῶν πιστῶν πολιτείας περιαιρεθῆναι
βουλόμεθα…» (Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Νικοδήμου Μοναχοῦ, Πηδάλιον, Ἐκδ. Ἀστὴρ –
Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σελ. 275-276).
[33] Ἀρχιεπ.Ἀθηνῶν
Χρυσοστ.Παπαδοπούλου, ὅπου παραπάνω, σ.5.
[34] Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν
Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, ὅπου παραπάνω, σελ. 113-119.
[35] Ἀρχ.Βασ. Στεφανίδου,
ὅπου παραπάνω, σελ. 314.
[36] Ἀρχιεπ.Ἀθηνῶν Χρυσοστ.
Παπαδοπούλου, ὅπου παραπάνω, σελ. 117.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιο Ιστολογίου
Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.
Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.
Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.
Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.