Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Ο εορτολογικός κύκλος των Χριστουγέννων (Μέρος Β΄)! Πανοσ. Αρχιμ. Φιλοθέου Νικολάκη


Πανοσ. Αρχιμ. Φιλοθέου Νικολάκη
Θεολόγου - Λειτουργιολόγου
Ἐφημερίου Ἱ.Ν. Ἁγίου Γεωργίου Κυψέλης

              

 IV. «Πάσχα τοῦ Χειμῶνα»

      Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων λόγῳ τῆς μεγάλης θεολογικῆς της σπουδαιότητος  ἀποτελεῖ μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα τοὺς δύο μεγάλους πόλους γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους στρέφεται τὸ λειτουργικὸ ἔτος. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ κορωνὶς τῶν κινητῶν καὶ τὰ Χριστούγεννα τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν. Εἰδικὰ δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ «μητρόπολις» τῶν ἑορτῶν κατὰ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, γιατὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε κατ’ αὐτὴ εἶναι ἡ προϋπόθεση ὅλων τῶν ἄλλων σταθμῶν τῆς σωτηρίας μας. Ἂν δὲν ἐγεννᾶτο ὁ Χριστὸς οὔτε θὰ ἐβαπτίζετο, οὔτε θὰ ἐδίδασκε καὶ θὰ ἐθαυματούργει, οὔτε θὰ ἔπασχε καὶ θὰ ἀνίστατο.[1]

Οἱ ἀκολουθίες τῶν Χριστουγέννων εἶναι συνειδητὰ κατασκευασμένες κατὰ τὸ πρότυπο τῶν ἀκολουθιῶν τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα τοῦ Κυρίου, τῆς ἁγίας Του Ἀναστάσεως. Τηρεῖται μία τεσσαρακονθήμερη νηστεία. Γίνονται προεόρτιες ἑτοιμασίες. Ὑπάρχουν οἱ Μεγάλες Ὧρες μὲ τὰ ἀναγνώσματα τῶν προφητειῶν, οἱ ἀποστολικὲς ἐπιστολές, τὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ ὕμνοι τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἀκολουθοῦνται ἀπὸ τὴν ἑσπερινὴ λειτουργία τοῦ Ἁγ. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τὴν κυριώνυμο ἡμέρα τελεῖται ὁ Ὄρθρος ποὺ καταλήγει στὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἑορτασμὸς συνεχίζεται γιὰ νὰ φθάσει στὴν ὁλοκλήρωσή του σαράντα ἡμέρες ἀργότερα μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Στὴν καρδιὰ τῆς ἑορταστικῆς περιόδου ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται ἡ ἀρχικὴ «Ἑορτὴ τῶν Φώτων», τὰ Ἅγια Ἐπιφάνεια.

Τὰ ᾄσματα τῶν ἀκολουθιῶν καὶ οἱ ὕμνοι τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, τοῦ Πάσχα τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ τῆς ἐν σαρκὶ ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ, ἐπαναλαμβάνουν ἐκεῖνα τῆς Λαμπρῆς, τοῦ Πάσχα τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Γέννηση καὶ ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Γεννήθηκε μὲ σκοπὸ νὰ πεθάνει. Βαπτίστηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἀναστηθεῖ.

Τὸ Πάσχα τοῦ Σταυροῦ Του προετοιμάσθηκε ἀπὸ τὸ Πάσχα τῆς ἐλεύσεώς Του. Τὸ Πάσχα τῆς Ἀναστάσεώς Του ξεκίνησε μὲ τὸ Πάσχα τῆς ἐνσαρκώσεώς Του. Τὸ Πάσχα τῆς δόξης Του προαναγγέλθηκε μὲ τὸ Πάσχα τοῦ Βαπτίσματός Του. Νὰ τὶ ἑορτάζουν κάθε χρόνο οἱ Χριστιανοὶ σὲ ἐκεῖνο ποὺ πρῶτο ὁ π. Ἀλ.Σμέμαν ἀποκάλεσε «Πάσχα τοῦ χειμῶνα».[2]

Ἀς δοῦμε ὅμως πῶς ἐξελίχθηκε χρονολογικὰ ὅλος αὐτὸς ὁ ἑορταστικὸς κύκλος περὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ συνεορτασμὸ τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων ἑορτῶν.

 1. Ὁ ἑορτασμὸς τῶν Ἐπιφανείων (5 καὶ 6 Ἰανουαρίου).


Στὴ λειτουργικὴ διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἐπέδρασε -ὡς προελέχθη- ἡ προϋφισταμένη, ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Κατὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα στὰ Ἱεροσόλυμα (ὅταν συνεορτάζονταν ἀκόμη τὰ Θεοφάνεια καὶ ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου) καθὼς μαρτυρεῖ ἡ προσκυνήτρια Αἰθερία στὸ Ὁδοιπορικό της (Peregrinatio Silviae ἤτοι Aetheriae), κατὰ μίμηση τοῦ Πάσχα ἐγίνετο νυκτερινὴ λειτουργία ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων στὸ Ναὸ τῆς Γεννήσεως στὴ Βηθλεέμ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὅλος ὁ λαὸς μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν κλῆρο καὶ τὸν ἐπίσκοπο κατηυθύνοντο ἐν λιτανείᾳ στὰ Ἱεροσόλυμα ψάλλοντες τὸ «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».[3]

Ὅταν κατέφθανε ἡ πομπὴ στὴν Ἀνάσταση, πρῶτα ἔψαλλαν ἕναν ψαλμὸ καὶ ἔπειτα εὐλογοῦνταν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο οἱ κατηχούμενοι καὶ οἱ πιστοί. Ἀφοῦ ἀπέρχονταν γιὰ μικρὴ ἀνάπαυση, ἐπανέρχονταν καὶ ἐτελεῖτο ἡ Θ. Λειτουργία.[4]

Ἡ τελετὴ λοιπὸν τῶν Ἐπιφανείων ἄρχιζε τὸ ἀπόγευμα τῆς 5ης Ἰανουαρίου (ὅπως καὶ τῶν Γνωστικῶν) καὶ ἐξακολουθοῦσε καὶ πέραν τοῦ μεσονυκτίου. Στὸ ναὸ ὑπῆρχε ἄπλετος φωτισμός, διότι οἱ χριστιανοὶ κρατοῦσαν ἀναμμένες λαμπάδες. Γι’ αὐτὸν ἄλλωστε τὸν λόγο ἡ ἑορτὴ τῶν Ἐπιφανείων ὀνομάσθηκε «Φῶτα».[5]

Τὸ μεσονύκτιο γινόταν ὁ καθαγιασμὸς τοῦ ὕδατος, στὸ ὁποῖο θὰ βαπτίζονταν οἱ μέλλοντες κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ νὰ βαπτισθοῦν. Πρὶν αὐτοὶ νὰ κατέβουν στὸ νερό, οἱ πιστοὶ ἔπαιρναν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερὸ καὶ τὸ ἔφερναν στὶς οἰκίες τους. Τὸ νερὸ αὐτὸ τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὅπως καὶ ἐμεῖς σήμερα. Τὸ πρωΐ ὅμως τῆς 6ης Ἰανουαρίου γινόταν σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ σὲ κάποιο λόγο του ((PG 36,360) θεία λατρεία, ὑποδεέστερης ὅμως ἐπισημότητος. Ὡς ἑσπερινὸς παραμένει ἀκόμη καὶ σήμερα ἂν καὶ τελεῖται τὸ πρωΐ τῆς 5ης Ἰανουαρίου.[6]

Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ τῶν Ἐπιφανείων εἰσήχθη βαθμηδὸν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ μέσῳ τῆς Γαλλίας στὴ Δύση πιθανῶς ἀπὸ τὸν Μ.Ἀθανάσιο[7] μάλιστα ἐτελεῖτο πολυτελῶς καὶ μὲ μεγάλη πομπὴ ὅπως ἀναφέρει περιγράφοντάς την ὁ αὐτοκράτορας τῆς Δύσης Ὀνώριος στὸ ἀδελφό του Ἀρκάδιο.[8] Ὁ διπλὸς μάλιστα ἑορτασμὸς τῶν Ἐπιφανείων στὰ Ἱεροσόλυμα χρησίμευσε ὡς πρότυπο γιὰ τὴν διαμόρφωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων στὴ Ρώμη μὲ τρεῖς Θ. Λειτουργίες. Ὁ πανηγυρικὸς στίχος ἀπὸ τὸ ψαλτῆρι «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» ποὺ ψαλλόταν καθ’ ὁδὸν ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ τὸ graduale τῆς δεύτερης θ. Λειτουργίας τῶν Χριστουγέννων τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Πάπας καθ’ ὁδὸν ἀπὸ τὸ Ναὸ τῆς ἁγ.Μαρίας Magiore πρὸς τὸν τάφο τοῦ ἁγ. Πέτρου. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα (Τίτ. β΄ 11-15) τῆς Λειτουργίας ἦταν ἴδιο μὲ αὐτὸ ποὺ ἀνεγινώσκετο σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ κατὰ τὴν Λειτουργία τῶν Ἐπιφανείων.[9]

Ἡ σύσταση αὐτῶν τῶν τριῶν λειτουργιῶν ἀποδίδεται μᾶλλον στὸν Πάπα Τιβέριο (431-440). Τὴν πρώτη τελοῦσαν κατὰ τὴν νύκτα, τὴν δεύτερη τὴν αὐγὴ καὶ τὴν τρίτη μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Ἡ πρώτη παρίστανε τὴν ἀνθρωπότητα πρὶν ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ἡ δεύτερη, τῆς αὐγῆς, τὸν χρόνο ποὺ πέρασε ὑπὸ τὸν νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ ἡ τρίτη τὸν χρόνο τῆς χάριτος.[10]

             2. Ἐπέκταση τοῦ ἑορτασμοῦ.

Κάποια στιγμὴ ὅμως (ὡς ἐξετέθη στὸ ΙΙΙ Κεφάλαιο) ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μετατέθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐνῷ ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως ἐξακολουθοῦσε νὰ ἑορτάζεται στὶς 6 Ἰανουαρίου. Ἄρχισε ὅμως νὰ διευρύνεται ἀκόμη περισσότερο ὁ ἑορτολογικός της κύκλος.

Ἀρχικὰ προστέθηκε στὴν ἑορτὴ των Χριστουγέννων μία προπαρασκευαστικὴ Κυριακὴ τὴν ὁποία ὀνόμασαν «Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πατέρων». Πατέρες ἐννοοῦνται ὄχι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ κατὰ σάρκα πρόγονοι τοῦ Κυρίου καὶ μάλιστα ὁ γενάρχης Ἀβραάμ. Ὕστερα τὸ θέμα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς διεπλατύνθη καὶ περιέλαβε ὅλους τοὺς πρὸ Χριστοῦ δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προγόνους ἢ μὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὡς εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀνεγινώσκετο, ὅπως καὶ σήμερα, ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιέχεται στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, καὶ ὡς ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ἡ περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται στὰ παθήματα τῶν «μαρτυρηθέντων διὰ τῆς πίστεως» ἀνδρῶν τῆς Π.Διαθήκης.[11]

Ἡ διαπλάτυνση αὐτὴ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ τάση ἀναπτύξεως τῆς προπαρασκευαστικῆς περιόδου ἐπέφεραν ἀργότερα τὴν διχοτόμηση, τρόπον τινά, τῆς Κυριακῆς αὐτῆς καὶ τὴν μετάθεση μέρους τοῦ θέματός της στὴν πρὸ αὐτῆς Κυριακή. Ἔτσι οἱ Κυριακὲς τῶν ἁγίων Πατέρων ἔγιναν δύο καὶ πρὸς διάκρισιν, ἡ μία ὀνομάσθηκε «Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ γεννήσεως», ἡ παλαιότερη καὶ ἡ ἄλλη διατήρησε τὸ παλαιὸ ὄνομα «Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πατέρων», ποὺ γιὰ νὰ μὴν συγχέεται μὲ τὶς Κυριακὲς τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πῆρε τὸ ὄνομα «Κυριακὴ τῶν Προπατόρων». Γι’ αὐτὴν ἐξελέγη ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ μέγα δεῖπνο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, στὸ ὁποῖο πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν θὰ ἔλθουν καὶ θὰ ἀνακλιθοῦν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραάμ, ἐνῷ οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, οἱ Ἰσραηλίται, θὰ ἐκβληθοῦν ἔξω. Γιὰ νὰ ἐμπλουτισθεῖ τὸ θέμα τῆς Κυριακῆς αὐτῆς μετατέθηκε σ’ αὐτὴν καὶ ἡ μνήμη τοῦ προφήτου Δανιὴλ καὶ τῶν τριῶν παίδων ἀπὸ τὴν 17η Δεκεμβρίου[12]. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πρὸ τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων Κυριακή, τὴν τρίτη δηλαδὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων, ἀναζητήθηκε ἀνάλογος προεόρτιος περικοπὴ καὶ ὡς τέτοια προκρίθηκε ἐκ μεταθέσεως ἡ περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ τῆς Ι΄ Κυριακῆς ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς συγκυπτούσης ποὺ ἦταν «θυγάτηρ τοῦ Ἀβραάμ». Ἔτσι ὅλος ὁ Δεκέμβριος μῆνας πῆρε προεόρτιο χαρακτῆρα. Εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, στὴν περίοδο τῆς ἀναμονῆς τοῦ Μεσσία. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπουμε νὰ ἀναγράφεται στὰ ἑορτολόγια ἡ μνήμη τοῦ Προφήτου Ναοὺμ τὴν 1η Δεκεμβρίου, τοῦ προφήτου Ἀββακοὺμ τὴν 2α, τοῦ προφήτου Σοφονίου τὴν 3η, τοῦ προφήτου Ἀγγαίου τὴν 16η καὶ τοῦ προφήτου Δανιὴλ καὶ τῶν τριῶν παίδων τὴν 17η.[13]

Καὶ ἡ ἑορτὴ ὅμως τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ Ναὸ προετοιμάζει γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως. Ἀποκαλεῖται αὐτὴ ἡ ἑορτὴ «εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον» (ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς), ποὺ ἀναγγέλεται ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόσμο κατὰ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ πρῶτος ἑορτασμὸς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο μὲ τὸν Ἰησοῦ, καὶ τῆς ὁποίας ἡ ἴδια ἡ Μαρία εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κύριος ἀποδέκτης. Εἶναι αὐτὴ ποὺ νηπιάζουσα ὁδηγεῖται στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν ἱερέα Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, γιὰ νὰ τραφεῖ ἐκεῖ ἀπὸ ἀγγέλους πρὸς ἑτοιμασία τῆς παρθενικῆς της συλλήψεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.[14]

Φθάνουμε ἔτσι βαθμηδὸν στὴν καθιέρωση τῆς 40μέρου προεορτίου περιόδου τῶν Χριστουγέννων (dies ante natalem Christi, Dominicae adventus Domini).

Στὴν πρὸ τῶν Χριστουγέννων περίοδο ὅμως ἐντάσσονται καὶ κάποιες ἄλλες ἑορτές. Δὲν ἐμπίπτουν βέβαια στὸ 40ήμερο διάστημα πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ὅμως ἐξαρτῶνται ἄμεσα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ καὶ πρέπει νὰ συμπίπτουν σὲ ὁρισμένο πρὶν ἀπὸ αὐτὴ χρόνο. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, καθὼς καὶ τῆς Συλλήψεως καὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἁγ.Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.[15]

 

α. Σύλληψη καὶ Γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου & Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.

        Πρώτη ἀπ’ ὅλες ἡ Σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ (α΄26-38) ἔλαβε χώρα ἔξι μῆνες πρὶν ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου.[16] Ἑορταζομένων λοιπὸν τῶν Χριστουγέννων στὶς 25 Δεκεμβρίου (χειμερινὸ ἡλιοστάσιο), ἡ ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Προδρόμου συμπίπτει στὶς 24 Ἰουνίου (καταλαμβάνει τὴ θέση τῆς ἑορτῆς τῶν ἐθνικῶν τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου). Ἐὰν ἀπὸ τῆς 25ης Δεκεμβρίου καὶ τῆς 24ης Ἰουνίου ἀπαριθμήσουμε 9 μῆνες, ἡ μὲν ἡμέρα τῆς συλλήψεως τοῦ Σωτῆρος συμπίπτει μὲ τὴν 25η Μαρτίου (καταλαμβάνει τὴ θέση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἐαρινοῦ ἡλιοστασίου τῶν ἐθνικῶν), ἡ δὲ ἡμέρα τῆς Συλλήψεως τοῦ Ἰωάννου τὴν 24η Σεπτεμβρίου (καταλαμβάνει τὴ θέση τῆς ἑορτῆς τῶν ἐθνικῶν τοῦ φθινοπωρινοῦ ἡλιοστασίου).[17] Βεβαίως ἡ ἑορτὴ τῆς Συλλήψεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου μετατέθηκε ἀπὸ τὶς 24 στὶς 23 Σεπτεμβρίου, διότι ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸ ρωμαϊκὸ κράτος ὡς ἐθνικὴ ἑορτὴ μιὰ καὶ ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου.[18]

 β. Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου (annunciation Beatae Mariae Virginis Mariae salutation conceptio Christi).

     Ἕπεται λοιπὸν ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ
τελεῖτο ἤδη στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὸν 5
ο αἰῶνα, (ὡς ἐξάγεται ἀπὸ ὁμιλίες τοῦ Πρεσβυτέρου Ἡσυχίου καὶ τοῦ Πρεσβυτέρου Χρυσίππου, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε τὸ 455 καὶ πέθανε τὸ 479) ὄχι ὅμως τὴν 25η Μαρτίου - ἐφ’ ὅσον ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἐλάμβανε χῶρα στὶς 6 Ἰανουαρίου - ἀλλὰ στὶς 6 Ἀπριλίου. Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἑορτῆς τῆς 25ης Δεκεμβρίου μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὶς 25 Μαρτίου. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ «Κανονάριο» αὐτὴ ἡ ἑορτὴ ἐτελεῖτο στὴν παρὰ τὴν Προβατικὴ Πύλη Κολυμβήθρα, δηλαδὴ τὴν Βηθεσδᾶ. Καὶ αὐτὸ γιατί, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, δίπλα στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα βρισκόταν τὸ σπίτι τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννης καὶ ἑπομένως θεωρεῖτο ὅτι ἐκεῖ εἶχε γεννηθεῖ καὶ ἡ Θεοτόκος.[19]

           Ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπαντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Μικρὰ Ἀσία τὸν 6ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ εἰσήχθη καὶ στὴ Δύση. Μαζὶ μὲ τὶς ἑορτὲς τῆς Ὑπαπαντῆς, τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἀπαντᾶται στὴ Ρώμη στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα ἐπὶ Πάπα Σεργίου (687-701).[20]

Ἡ ἡμέρα αὐτή, ἡ 25η Μαρτίου, συμπίπτει –ὡς πρεγράφη- μὲ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία. Θεωρεῖτο ἀπὸ ἐπίδραση τῶν Ἰουδαίων καὶ μάλιστα τοῦ Φίλωνα ὡς ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας.[21] Ἔπρεπε λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς νὰ συλληφθεῖ καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἦταν λοιπὸν ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη γιὰ τὴν σάρκωση τοῦ νέου Ἀδὰμ πρὸς ἀναδημιουργία τῆς κτίσεως.[22]

Μετατοπίζοντας ἔτσι ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὶς 6 Ἰανουαρίου στὶς 25 Δεκεμβρίου συνένωσε μὲ τὶς διάφορες στροφὲς τοῦ φυσικοῦ ἡλίου, σπουδαῖα γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Σωτῆρος, τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης καὶ τοῦ Προδρόμου Του. Δὲν παρέβλεψε ἡ Ἐκκλησία καὶ τοῦ, ὅτι ἀπὸ τὸν μῆνα Ἰούνιο (γέννηση Τιμίου Προδρόμου) οἱ ἡμέρες ἀρχίζουν νὰ ἐλαττώνονται, ἀπὸ δὲ τὸν μῆνα Δεκέμβριο (Γέννηση τοῦ Σωτῆρος) αὐξάνουν. Ὑπενθυμίζει, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος τὸ τοῦ Προδρόμου «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι».[23]

3. Προεόρτια ᾄσματα.

         Τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ ἔδωσε ἰδιαίτερο προπαρασκευαστικὸ καὶ προεόρτιο τόνο στὴν ἀμέσως πρὸ τῶν Χριστουγέννων περίοδο εἶναι οἱ ὕμνοι, ποὺ παρεμβάλλονται στὶς ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καὶ τοῦ ἀποδείπνου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ παρεμβολὴ αὐτὴ γίνεται κατὰ ἕνα μεθοδικὸ καὶ κλιμακωτὸ ἀνοδικὸ σύστημα.[24]   

 

          Ἀπὸ τὶς 21 Νοεμβρίου -ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων- ἀρχίζουν νὰ ψάλλονται ὡς καταβασίες οἱ εἱρμοὶ τοῦ κανόνος τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε»[25], ἀπὸ τὶς 26 τοῦ ἰδίου μῆνα τὸ προεόρτιο κοντάκιο «Ἡ παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον» καὶ ἀπὸ τὶς 30 Νοεμβρίου -ἑορτὴ τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου- καὶ κάποιοι ἄλλοι προεόρτιοι ὕμνοι. Παρὰ ταῦτα τὰ προεόρτια τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἀρχίζουν κυρίως ἀπὸ τῆς 20ης Δεκεμβρίου ἢ καὶ τῆς 18ης, κατὰ τὴν ὁποία τὸ νωρίτερο μπορεῖ νὰ συμπέσει ἡ Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, κατὰ τὴν ὁποία μνήμη ἐπιτελοῦμεν τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων ἀπὸ Ἀδάμ, μέχρι καὶ Ἰωσήφ, μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἰστορικῶς ἀπαρίθμησε, ὁμοίως δὲ τῶν Προφητῶν καὶ Προφητίδων.[26]

          Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης τῶν ἡμερῶν αὐτῶν εἶναι ὅτι κατὰ τὰ ἀπόδειπνα καὶ τὰ προεόρτια τριώδια καὶ οἱ κανόνες, ποιήματα Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ, ἐξαρτῶνται καὶ κατὰ τὴν ἀκροστιχίδα καὶ κατὰ τὸ περιεχόμενο ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα τριώδια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος («Τρίτῃ τε» «Τετράδι ψαλῷ», «Τῇ μακρᾷ Πέμπτῃ μακρὸν ὕμνον ἐξάδω», κτλ.). Ἡ πρὸ τῶν Χριστουγέννων ἑβδομάδα παίρνει ἔτσι τὸν χαρακτῆρα καὶ πλέκεται κατὰ μίμηση τῆς πρὸ τοῦ Πάσχα Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἡ μίμηση κορυφώνεται τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων μὲ τὴν ἀκολουθία τῶν μεγάλων ὡρῶν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἔμπνευση καὶ τὸ ὅλο σχῆμα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν καὶ ἀπὸ τὶς ὁμοιότητες στὰ ἰδιόμελα «Σήμερον ναοῦ τὸ καταπέτασμα» -«Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις», «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν» - «Ὡς ἄνθρωπος ἐν ποταμῷ» (Α΄ Ὧρα), «Πρὸ τοῦ τιμίου σου σταυροῦ» - «Πρὸ τῆς γεννήσεως τῆς σῆς», «Ἑλκόμενος ἐπὶ σταυροῦ» - «Ἐρχόμενος μετὰ σαρκός» (Γ΄ Ὧρα), «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις» - «Τάδε λέγει Κύριος πρὸς Ἰωάννην», «Δεῦτε χριστοφόροι λαοὶ κατίδωμεν τὶ συνεβουλεύσαντο» - «Δεῦτε χριστοφόροι λαοὶ κατίδωμεν θαῦμα» (ΣΤ΄ Ὧρα) κλπ.[27] καὶ τοῦ μεγάλου ἑσπερινοῦ τοῦ Πάσχα.[28]

Ὑπολείμματα τῆς ἀρχαίας ἑνότητος τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν Χριστουγέννων καὶ Θεοφανείων παρέμειναν καὶ στὴ Θ. Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ στὴ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων ψάλλεται ἀντὶ τοῦ Τρισαγίου, ὁ γιὰ τοὺς νεοφωτίστους προβλεπόμενος Γραφικὸς στίχος «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄27).

Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ἐὰν τύχει ἀπὸ Τρίτη ἕως Σάββατο, ψάλλεται ἡ προεόρτιος ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, οἱ Μεγάλες Ὧρες καὶ ὁ Ἑσπερινὸς μὲ τὴν Θ. Λειτουργία τοῦ Μεγ.Βασιλείου. Ὁ Ἑσπερινός, καθ’ ὁμοιότητα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μεγ. Σαββάτου εἶναι διανθισμένος μὲ πάρα πολλὰ παλαιοδιαθηκικὰ ἀναγνώσματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἤδη σήμερα ἀναγινώσκονται μόνο τρία. Μεταξὺ αὐτῶν ψάλλονται τροπάρια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ψάλλεται ὁ Τρισάγιος Ὕμνος καὶ καθ’ ἑξῆς ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Μ.Βασιλείου. Τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τελεῖται τὸ μεσονυκτικὸ καὶ ὁ Ὄρθρος κατὰ τὸ τυπικὸ τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν καὶ ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγ.Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου[29].

Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ κάνουμε δύο παρατηρήσεις ποὺ ἀφοροῦν στὸ Τυπικὸ τῆς προεορτίου περιόδου τῶν Χριστουγέννων καὶ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν νηστεία ποὺ τηρεῖται κατ’ αὐτήν, ἔχουν μάλιστα τὰ παράλληλά τους στὴν Μεγ. Τεσσαρακοστὴ καὶ στὴν Μεγ. Ἑβδομάδα, ἰδιαιτέρως στὴν Μεγ. Παρασκευὴ καὶ στὸ Μ.Σάββατο.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς 15 Νοεμβρίου, τοῦ Ἁγ.Φιλίππου, σύμφωνα μὲ τὴν τυπικὴ διάταξη κάθε Κυριακή, Τρίτη καὶ Πέμπτη στὸν ἑσπερινὸ ψάλλεται ὡς προκείμενο τὸ «Ἀλληλουϊάριον». Ἀντὶ δὲ Ἀπολυτικίων τὸ «Ἐν τῷ Ναῷ ἑστῶτες» κλπ. Ἐπίσης ἀντὶ τοῦ μικροῦ Ἀποδείπνου, λέγεται χῦμα τὸ μέγα. Καὶ κάτι ἄλλο ὅμως. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ[30] ἀναγινώσκονται καὶ τὰ Μεσώρια. Ἡ τάξη αὐτὴ τηρεῖται καὶ κατὰ τὴν νηστεία τῶν Ἁγ.Ἀποστόλων[31]. Στὴν ἐνοριακὴ πράξη ὅμως ἀλλὰ καὶ γενικότερα, ἡ τάξη αὐτὴ ἔχει ἀτονήσει καὶ σήμερα τηρεῖται μόνον στὶς ἀκολουθίες στὸ Ἅγιο Ὄρος.[32]

Τὸ Τυπικὸ ὅμως ὁρίζει καὶ κάτι ἄλλο τὸ ὁποῖο μᾶλλον παρεισέφρυσε εἴτε ἀπὸ παρεξήγηση εἴτε ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἐπίδραση τοῦ παραλλήλου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων (ὅπως καὶ ἡ παραμονὴ τῶν Φώτων) ἔχουν ὡς πρότυπο τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ στὸ τυπικὸ τῆς ψαλλομένης ἀκολουθίας ἀλλὰ καὶ στὴ νηστεία. Εἶναι καὶ οἱ δύο ἡμέρες αὐστηρῆς νηστείας. Κατ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἡμέρα δὲν τελεῖται Θ. Λειτουργία διότι νηστεία καὶ λειτουργία εἶναι ἀσυμβίβαστα. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς τελεῖται ἡ λειτουργία εἴτε μετὰ τὸν Ἑσπερινό, ὅπως τὸ Μέγα Σάββατο, εἴτε τελεῖται Προηγιασμένη, ὅπως κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς. Ἔτσι λοιπὸν τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων (καὶ τῶν Φώτων) τελεῖται κατὰ μίμηση τοῦ Μ.Σαββάτου ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου μετὰ τὸν Ἑσπερινό.

Ὅταν ὅμως οἱ μεγάλες ὧρες μετατίθενται μαζὶ μὲ τὴν νηστεία τὴν 22α ἢ 23η (ἐφ’ ὅσον συμπέσει ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων (ἢ τῶν Φώτων) Κυριακὴ ἢ Δευτέρα) δὲν τελεῖται κατ’ αὐτὲς Θ. Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου, διότι κάτι τέτοιο θὰ προϋπέθετε κατάλυση τῆς νηστείας, οὔτε καὶ τοῦ Μ.Βασιλείου, μιὰ καὶ αὐτὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς, ὁ ὁποῖος τώρα τελεῖται τὴν παραμονή, στὴν κανονική του θέση, χωρὶς ὅμως τὴν λειτουργία τοῦ Μ.Βασιλείου, γιατὶ ἡ παραμονὴ εἶναι Σαββάτο ἢ Κυριακή, δηλαδὴ μὴ νήστιμος ἡμέρα καὶ ἑπομένως ἡ λειτουργία τελέσθηκε τὸ πρωί. Τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ γιὰ τὰ Θεοφάνεια, μόνο ποὺ ἡ 2α ἢ 3η Ἰανουαρίου εἶναι καταλύσιμος περίοδος καὶ ἀπαγορεύεται ἡ νηστεία[33].

 4. Μεθέορτα.

     Ἡ κλιμακωτὴ ἀνάβαση λοιπὸν πρὸς τὰ Χριστούγεννα καταλήγει καὶ ἀποκορυφώνεται στὴν μεγάλη ἑβδομάδα καὶ στὸ Πάσχα τῶν Χριστουγέννων. Τὸ Πάσχα ὅμως ἐκτείνεται καὶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἡ ἑβδομάδα μετὰ ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ διακαινήσιμος, ποὺ λογίζεται κατὰ τὶς τυπικὲς διατάξεις, σὰν μιὰ καὶ ἡ αὐτὴ πασχάλιος ἡμέρα. Τὴν ὀγδόη ἡμέρα εἶναι ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ ἢ τοῦ Ἀντίπασχα, τύπος τῆς ὀγδοάδος τοῦ μέλλοντος. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα κλείεται ἡ πασχάλιος περίοδος μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, τῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου ἐν σώματι εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ πασχάλιος περίοδος ἐπέδρασε καὶ στὴ διαμόρφωσή της μετὰ τὰ Χριστούγεννα μεθέορτου περιόδου. Τὴν 26η Δεκεμβρίου πανηγυρίζεται ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μητρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναμιμνησκόμεθα τὴν εἰς Αἴγυπτον φυγὴν τῆς ἁγίας οἰκογένειας. Τὴν 29η ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῶν νηπίων τῆς Βηθλεέμ, ποὺ ἐσφάγησαν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη. Ἡ Κυριακὴ ποὺ ἐμπίπτει στὸ διάστημα αὐτό, ἡ «Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν» εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἰωσὴφ τὸν μνήστορα τῆς Παρθένου, στὸν Ἰάκωβο κατὰ σάρκα ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου, υἱὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ ἄλλη γυναῖκα ποὺ εἶχε πρὶν μνηστευθεῖ τὴν Θεοτόκο, καὶ τὸν κοινὸ προπάτορα, τὸν βασιλέα Δαβίδ. Καθ’ ὅλο τὸ ἑπταήμερο διάστημα οἱ ὕμνοι τῶν Χριστουγέννων συμπλέκονται μὲ τὴν ἀκολουθία τῶν καθ’ ἡμέραν ἁγίων καὶ ὁλόκληρος ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς ἐπαναλαμβάνεται κατὰ ἀπόδοσή της, τὴν 31η Δεκεμβρίου.[34]

Στὸν ἑορτολογικὸ ὅμως κύκλο ὁ ὁποῖος ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων περιλαμβάνονται καὶ κάποιες ἀκόμη ἑορτὲς οἱ ὁποῖες ἐπίσης συνδέονται μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου καὶ πρέπει νὰ συμπίπτουν σὲ ὁρισμένο μετὰ ἀπὸ αὐτὴ χρόνο. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὑπαπαντῆς.[35]

α. Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου.

            Καὶ πρώτη ἀπ’ ὅλες ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸν μωσαϊκὸ νόμο ἡ ὁποία τὴν μιμεῖται, τρόπον τινά, καὶ εἶναι παράλληλος πρὸς τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τύπο τῆς ὀγδόης ἡμέρας, τῆς πραγματικότητας τῶν ἐσχάτων, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Προγευόμαστε δηλαδὴ κατ’ αὐτὴν τὶς ἄρρητες πραγματικότητες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, προγευόμαστε τὴν ζωὴ τῆς Ὀγδόης ἡμέρας στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἐλπίζει κάθε ἄνθρωπος.[36]

Ὅπως ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὸν Θωμᾶ συντελεῖ στὴν ἐξακρίβωση καὶ βεβαίωση τοῦ ὑπερφυσικοῦ γεγονότος τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως καὶ ἀπὸ τὸν πιὸ ἀμφιβάλλοντα καὶ δυστροποῦντα μαθητή, ἔτσι καὶ ἡ ὀκταήμερος περιτομὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν ὀνοματοδοσία, ἀποτελεῖ τὴν σφραγίδα καὶ τὴν βεβαίωση τῆς τελείας ἐναθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀναλλοιώτως, τῆς πραγματικότητος τῆς ὑπερφυσικῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐντάξεώς Του διὰ τοῦ σημείου τῆς περιτομῆς στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ὑπαγωγῆς Του στὸ Νόμο. Ἡ ὀγδόη ἐκείνη ἡμέρα διὰ τῆς ἐμφανίσεως καὶ παρουσίας τοῦ ἀναστάντος ἐν τῷ μέσῳ τῶν μαθητῶν Του γίνεται τύπος τῆς ὀγδοάδος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ τῆς κατ’ αὐτὴν ἀδιαλείπτου παρουσίας καὶ ἀπολαύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ὀγδόη ἀπὸ τῆς γεννήσεως ἡμέρα «εἰκονίζει» κατὰ τοὺς ἱεροὺς ὑμνογράφους, «τὴν τοῦ μέλλοντος ἄληκτον ζωήν», «φέρει τύπον τοῦ μέλλοντος», λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἐπισήμου παρουσίας ἐν σαρκὶ τοῦ Χριστοῦ μεταξὺ τοῦ λαοῦ Του καὶ μεταξὺ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.[37]

Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου ὁρίσθηκε ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν 1η Ἰανουαρίου. Εἰσήχθη στὴν Ἀνατολὴ τὴν 5η ἑκατονταετηρίδα καὶ μεταδόθηκε στὴν Δύση στὴν 6η.

Ἡ 1η Ἰανουαρίου ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ ῥωμαϊκοῦ ἔτους καὶ ἑορταζόταν μὲ χοροὺς καὶ μεταμφιέσεις, συνέβαιναν δὲ κατ’ αὐτὴν ποικίλες παρεκτροπές. Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς χριστιανούς, τὴν εἶχε καταστήσει, ἀπὸ τὴν 4η ἑκατονταετηρίδα, ἡμέρα μετανοίας, νηστείας καὶ προσευχῆς. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Κρήτης Ἀνδρέα τὴν 8η ἑκατονταετηρίδα καὶ ἡ ὑποχώρηση τῶν προαναφερθέντων ἑορτῶν, ἔθεσαν τέρμα στὴν πένθιμη ἀντίληψη αὐτῆς τῆς ἡμέρας.[38] Ἡ ἑορτὴ ὅμως τῆς Περιτομῆς μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα σὲ ὁμιλία τοῦ Κπόλεως Πρόκλου (434-438) «εἰς τὴν περιτομὴν τοῦ Χριστοῦ» (PG 65, 837)[39].

             β. Ὑπαπαντή (Festum purificationis Mariae).

      Ἡ ἑορταστικὴ μεθέορτος τῶν Χριστουγέννων περίοδος συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν Περιτομή. Παρεμβάλλεται ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων μὲ τὰ προεόρτια καὶ μεθέορτά της, ποὺ παρατείνονται μέχρι τῆς 14ης Ἰανουαρίου γιὰ νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, τὴν 15η, μιὰ νέα προεόρτιος περίοδος, ποὺ εἰσάγει τὴν ἑορτὴ τῆς τεσσαρακοστῆς ἀπὸ τῆς γεννήσεως ἡμέρας, τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τῆς 2ας Φεβρουαρίου. Εἶναι ἡ κατακλεῖδα τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἀπόδοσή τους κατὰ τέτοιο τρόπο, τὸ παράλληλο τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως, τῆς τεσσαρακοστῆς ἀπὸ τὸ Πάσχα ἡμέρας.[40]

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς ἑορταζόταν στὰ Ἱεροσόλυμα, κατὰ τὸ Ὁδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας (κεφ. 26), τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Ἐπιφανείων (6 Ἰανουαρίου) καὶ συνδεόταν μὲ τὴν παράσταση τοῦ Χριστοῦ στὸ Ναό. Ἡ ἑορτὴ προσαρμόσθηκε στὸ νέο ὑπολογισμὸ μὲ ἀφετηρία τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου) καὶ διαδόθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία ὡς δεσποτικὴ κατ’ ἀρχάς, ἀργότερα δὲ καὶ ὡς θεομητορικὴ ἑορτή (2 Φεβρουαρίου).[41]

Σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, αὐτὴ ποὺ γεννοῦσε ἀρσενικὸ παιδὶ ἦταν αὐστηρὰ ἀκάθαρτη γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες καί, μετὰ τὴν περιτομὴ τῆς ἀκροβυστίας τοῦ παιδιοῦ, ἡ ὁποία γινόταν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννησή του, παρέμενε ἀκάθαρτη γιὰ τριάντα τρεῖς ἀκόμη ἡμέρες. Κατὰ τὸ 40ήμερο αὐτὸ διάστημα δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἀκουμπήσει κάτι ἅγιο οὔτε νὰ εἰσέλθει στὸ Ναό. Μετὰ τὴ συμπλήρωση τοῦ χρόνου αὐτοῦ τοῦ καθαρισμοῦ, ὥφειλε νὰ προσφέρει ἐξιλαστήριο θυσία διὰ τῶν ἱερέων στὸ Ναό (Ἐξ. ιβ΄ 1-8). Τὸ γράμμα τοῦ Νόμου ἐκπλήρωσαν καὶ ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Μαρία, ἀφοῦ ἀνῆλθαν κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ στὸ Ναὸ τὴν 40ὴ ἡμέρα καὶ προσέφεραν τὴν θυσία.

Ὅταν εἰσέρχονταν στὸν περίβολο τοῦ Ναοῦ τοὺς ὑπάντησε ὁ Συμεὼν ὑποκινηθεὶς διὰ τοῦ Ἁγ.Πνεύματος, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ πέθαινε σύμφωνα μὲ ἀποκάλυψη ποὺ εἶχε γίνει σ’ αὐτὸν «πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου». Τὸν πῆρε στὰ χέρια του καὶ δοξολόγησε τὸν Θεὸ μὲ τὴν γνωστὴ ᾠδὴ «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα…».

Αὐτὴ τὴν ὑπάντηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Συμεὼν ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς.

Εἰσήχθη κατὰ πρῶτον στὴ Δύση πρὸς κατάργηση τῶν κατὰ τὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου τελουμένων ἐθνικῶν ἑορτῶν πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Πάνα (Luprecalia). Κατὰ τὸν Γεώργιο Κεδρηνὸ καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐπὶ Ἰουστίνου Α΄(Σύνοψις ἰστοριῶν, PG 121, 780). Κατὰ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο ὁ Ἰουστινιανὸς (525-565) εἶναι αὐτὸς ποὺ τὴν καθιέρωσε. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ὁ Γεώργιος μοναχός, ὁ καλούμενος ἁμαρτωλός, σημειώνει ὅτι ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ ἀπὸ τὶς 14 στὶς 2 Φεβρουαρίου.

Ἐπειδὴ ὅμως πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ὑπάρχουν λόγοι στὴν ἑορτὴ αὐτὴ (Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου PG 39,44, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, PG 77 κλπ.) εἱκάζεται ὅτι ὁ μὲν Ἰουστῖνος εἰσήγαγε τὴν ἑορτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ δὲ Ἰουστινιανός, ἀφοῦ ἐπικράτησε νὰ τελεῖται παντοῦ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων στὶς 25 Δεκεμβρίου μετέφερε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς ἀπὸ τὶς 14 στὶς 2 Φεβρουαρίου καί, ἐξαιτίας τῶν συμφορῶν στὴν αὐτοκρατορία, ἰδιαιτέρως στὴ Μυσία, διέταξε νὰ ἑορτάζεται ἀπ’ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες[42].

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς λοιπὸν ἑορταζόταν κατὰ τὸ Ὁδοιπορικὸ τῆς Αἰθερίας, τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὰ Ἐπιφάνεια μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ μὲ λιτανευτικὴ πομπὴ πρὸς τὴν Ἀνάσταση ὅπως τὸ Πάσχα. Κατ’ αὐτὴν γίνονταν ἐπίκαιρα κηρύγματα ἀπὸ ὅλους τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τὸν ἐπίσκοπο, διὰ τῶν ὁποίων ἐξιστοροῦνταν μὲ κάθε λεπτομέρεια ἡ περικοπὴ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἐξιστοροῦσε τὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς προσαγωγῆς τοῦ Κυρίου στὸ Ναό[43]. Χαρακτηριστικὸς μάλιστα ἦταν ὁ τρόπος τοῦ ἑορτασμοῦ στὴ Δύση, ὁ ὁποῖος διεξαγόταν μὲ λαμπαδηφορία καὶ ὀνομαζόταν ἀρχικὰ «festum calendarum siveluminum». Σύμφωνα μὲ Κύριλλο Σκυθοπολίτη τὴν λαμπαδηφορία ἔφερε καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ἡ Ρωμαία Ἱκελία[44].

 V. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αὐτὴ εἶναι σὲ γενικὲς γραμμὲς ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Εἴδαμε ἐν συντομίᾳ, πῶς διαχωρίσθηκε -ἀρχικὰ στὴ Δύση- ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, πῶς καθιερώθηκε προοδευτικὰ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἑώρταζαν τότε οἱ χριστιανοὶ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἀλλὰ καὶ σήμερα κατὰ τὴν ἰσχύουσα τάξη ἡ κατ’ ἀνατολὰς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

 Δημιουργήθηκε βαθμηδὸν γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἕνας ὁλόκληρος ἑορτολογικός, προεόρτιος καὶ μεθέορτος, κύκλος, ὁ ὁποῖος καταλαμβάνει τὸ ἕν πέμπτον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καὶ μάλιστα ἀποτελεῖ τὸν πόλο τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν του. Ἔγινε ὄντως τὸ δεύτερο Πάσχα, ἡ πρώτη μετὰ τὴν βασιλίδα καὶ κυρία τῶν ἑορτῶν ἑορτὴ ποὺ βαθμιαῖα ἔτεινε νὰ ἐξομοιωθεῖ καὶ μιμηθεῖ ἐκείνην (ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο τῆς νηστείας), χωρὶς ὅμως τελικὰ νὰ φθάσει καὶ στὰ μέτρα ἐκείνης[45]. Εἶναι ὁ ἑορτολογικὸς κύκλος τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν ποὺ συστήθηκε μὲ βάση τὸ νέο ἡλιακό, ὅμως, ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι μὲ βάση τὸ παλαιὸ σεληνιακὸ ἡμερολόγιο ἐξακολούθησε νὰ ὑπολογίζεται ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τὸ Πάσχα, ὅπως εἶχε ὁρισθεῖ ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

 Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ἀρχὴ μιᾶς ζωῆς θεανθρώπινης, δηλαδὴ μιᾶς ζωῆς ταὐτόχρονα Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἑνὸς μυστηρίου κεκρυμμένου καὶ ἀγνώστου ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγγέλους ποὺ τώρα ἀποκαλύπτεται στὴν ἐκ Παρθένου Γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεέμ, καὶ ἔχει ἕνα σκοπό: τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.[46] Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποία ἔρχεται καὶ παρεμβαίνει στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο ὁ ἐκτὸς χώρου καὶ χρόνου, Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο.

 



[1] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 328-329

[2] π.Thomas Hopko, ὅπου παραπάνω, σελ. 15-20.

[3] Τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης τοῦ Χρ. Ἐκκλησίας ψάλλεται σήμερα ὡς Εἰσοδικὸν τὴν κυριώνυμο ἡμέρα τῶν Θεοφανείων (Γ. Βιολάκη, Τυπικὸν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Ἐκδ. Σαλίβερος, ἄνευ ἔτους ἐκδόσεως, σελ. 145).

[4] Π.Ν.Τρεμπέλα, Λειτουργικοὶ τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ἀθ. 1961, σελ. 305.

[5] «φῶτα» καλεῖ καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων ὁ Ἰώσηπος, εὑρισκόμενος πλησιέστερα πρὸς τὴν ἔννοια τῆς λέξης chanukka. Κατ’ αὐτὴν φωταγωγοῦσαν τὰ σπίτια καὶ τὶς Συναγωγὲς (Β. Βέλλα, Ἑβρ.Ἀρχαιολογία, Ἐκδ. Ἀποστ.Διακονίας Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ἀθ. 1984, σελ. 215-216 καὶ σημ. 4 σελ. 215). Φῶτα ἄναβαν καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας (Sukkoth), ἡ ὁποία ἐλάμβανε χῶρα κατὰ τὴν καμπὴ τοῦ  ἔτους, τὴν 15η τοῦ μηνὸς Tirsi  ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχοῦσε στὸ δικό μας μῆνα Σεπτέμβριο-Ὀκτώβριο, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔτους. Τὰ φῶτα αὐτὰ συμβόλιζαν τὸ νέο φῶς ποὺ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὸ ἐπικείμενο νέο ἔτος. Ἀλλὰ καὶ νερὸ εὐλογοῦσαν, τὸ ὁποῖο ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ Σιλωὰμ ἀφοῦ εἶχαν ἀναγνώσει τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα 12,3 ἑξ., τὴν ὁποία καὶ ἐμεῖς ἀναγινώσκουμε κατὰ τὸ Μ. Ἁγιασμό. Αὐτὸ τὸ νερὸ χυνόταν ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα στὴ βάση τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ εἶχε ἐπίσης συμβολικὸ χαρακτῆρα, νὰ ἀποστείλει ὁ Θεὸς τὴν φθινοπωρινὴ βροχή, ὥστε νὰ γίνει τὸ ἔδαφος καλλιεργήσιμο (Β. Βέλλα, ὅπου παραπάνω, σελ. 199-202). Γιὰ τὸν ῥαντισμὸ τοῦ νεροῦ μάλιστα χρησιμοποιοῦσαν κλωνάρια ἀπὸ τὸ φυτὸ ὕσσωπο, «ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», (Ψαλμ. 50,9) (Ἀρχ.Βας.Στεφανίδου, ὅπου παραπάνω, σελ.121). Τὸ νερὸ ὅμως ἔχει συσχετισθεῖ καὶ μὲ πλῆθος παραδόσεων καὶ δεισιδαιμόνων δοξασιῶν καὶ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Κατὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἐνίσχυε τὸν ὅρκο τὸν ὁποῖο ἔκρινε καὶ δικαίωνε ἢ τιμωροῦσε. Στὴν ἀρχαία μάλιστα Ἑλληνικὴ λατρεία δὲν εἶναι ἄγνωστη ἡ λατρεία τοῦ νεροῦ σὲ ποτάμια, πηγές, βρύσες κτλ. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἔθιμο τῶν θυσιῶν καὶ δώρων τὰ ὁποῖα ἔριχναν στὸ νερό (Β. Μουστάκη, «λ. ὕδωρ», ΘΗΕ, Ἀθ. 1967, τ. 11, στ. 930).

[6] Ἀρχ.Βασ. Στεφανίδου, ὅπου παραπάνω, σελ. 116-117.

[7] Αὐτόθι.

[8] Γ., Ἡ πρώτη ἑορτὴ (Χριστούγεννα), Ἐκκλ. Ἀλήθεια, περ. Α΄ 4 (1883-4), σελ. 169.

[9] Κατὰ τὸν Baumstark, Π.Ν.Τρεμπέλα, ὅπου παραπάνω, σελ. 305, σημ. 21.

[10] Ἀρχ.Ἰακ.Ἀρχατζικάκη, ὅπου παραπάνω, σελ. 57.

[11] Μὲ αὐτὲς τὶς περικοπὲς καταδεικνύει ἡ Ἐκκλησία ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὄντας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καθὼς μαρτυροῦν ὅλα τὰ Εὐαγγέλια, ἔχει ἔλθει ἐν σαρκί, ὡς πραγματικὴ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, γεγονὸς ποὺ ἰδιατέρως ἀμφισβητεῖτο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνα εἶδος οὐρανίου πνεύματος, ἀλλὰ ἕνα ἀληθινὸ ὄν. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐκπληρώνει τὴν ὑπόσχεση στὸν Ἀβραὰμ καὶ στὸν βασιλέα Δαβίδ (π. Thomas Hopko, ὅπου παραπάνω, σελ. 101-105).

[12] Ἐμπλουτίσθηκε μὲ τὸν ἑορτασμὸ τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνθρώπων τῆς πίστεως καὶ τῶν ὁραμάτων ποὺ προφήτευσαν τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ὁράματα αὐτὰ ταυτίζονται πλέον ξεκάθαρα μὲ τὴ βασιλεία τοῦ Μεσσία-Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ (π.Thomas Hopko, ὅπου παραπάνω, σελ. 76-78).

[13] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ. Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 331-333.

[14] π. Thomas Hopko, ὅπου παραπάνω, σελ. 29-32.

[15] Ἀρχιμ.Ἰακώβου Ἀρχατζικάκη, ὅπου παραπάνω, σελ. 53-55.

[16] Ἰ.Μ.Φουντούλη, λ. «Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου», ΘΗΕ, Ἀθ. 1967, τ. 5ος, στ. 980.

[17] Σεραφεὶμ Παπαπαϊσίου, ὅπου παραπάνω, σελ. 551.

[18] Ἰ.Μ.Φουντούλη Λογ. Λατρεία, σελ. 350.

[19] Ἀρχιεπ.Ἀθηνῶν, Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, ὅπου παραπάνω, σελ. 126-128.

[20] Ἀρχ.Βασ.Στεφανίδου, ὅπου παραπάνω, σελ. 317.

[21] Ἀρχ.Βασ.Στεφανίδου, ὅπου παραπάνω, σελ. 313.

[22] Ἰ.Μ.Φουντούλη, λ. «Θεοφάνεια», ΘΗΕ, Ἀθ. 1967, τ. 6ος, στ. 361.

[23] Σεραφεὶμ Παπαπαϊσίου, ὅπου παραπάνω, σελ. 551-552.

[24] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ. Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 333.

[25] Ὁ κανόνας αὐτὸς ἐποιήθη σὲ λόγο πεζό, ὑπὸ τοῦ Ἁγ.Κοσμᾶ, Ἐπισκόπου Μαϊουμᾶ. Ὁ Εἱρμὸς τῆς πρώτης ᾠδῆς εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ προοίμιο τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ - Θεολόγου στὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ἔχει ὅμως ἐμπνευσθεῖ καὶ ἀπὸ λόγους ἄλλων πατέρων γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ὅλου κανόνος, ὅπως τοῦ ἱ.Χρυσοστόμου, τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, δηλαδὴ τὸν Προφ.Ἡσαΐα, τὸν Προφ.Δαβίδ, τὸν Προφ. Ἀββακούμ, τὸ βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν, τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη καθὼς καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγ.Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ποιητὴς τοῦ δευτέρου κανόνος ποὺ εἶναι γραμμένος σὲ ἰαμβικὸ μέτρο, ἔχει τὶς ἴδιες πηγές, τὶς ὁποῖες ὅμως χρησιμοποιεῖ πιὸ περίτεχνα. (Γ., ὅπου παραπάνω, σελ. 169-170 καὶ Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, Ἐκδ. Κυψέλη, Θεσ/κη 1987, τ. Α΄ σελ. 143-332).

[26] Γ.Γ.Μπεκατώρου, λ. «Χριστούγεννα», ΘΗΕ, ὅπου παραπάνω, στ. 352.

[27] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλ. Ἑλλάδος, Ἐκδ. δ΄, τ.Β΄, σελ. 17-18.

[28] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ. Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 334.

[29] Γ.Γ.Μπεκατώρου, λ. «Χριστούγεννα», ΘΗΕ, ὅπου παραπάνω, στ. 352-354.

[30] Ἡμέρες νηστείας, στὶς ὁποῖες ἐξ ἔθους ἢ ἀπὸ κτητορικοῦ τυπικοῦ ἔχει προστεθεῖ γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἡ νηστεία τῆς Δευτέρας [ὅπως π.χ. σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου (Ἀλ.Δημητριέφσκι, ΤΥΠΙΚΑ, Κίεβο 1895, τ.Α΄ σελ. 252)].

[31] Ἁγιορείτικον Τυπικὸν τῆς Ἐκκλ.Ἀκολουθίας, Ἱ.Κ.Εὐαγγελισμός, Ἅγ.Ὄρος, Ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθ.1995, σελ. 158-159.

[32] Γ.Γ.Μπεκατῶρος, λ. «Χριστούγεννα», ΘΗΕ, ὅπου παραπάνω, στ. 352.

[33] Ἰ.Μ.Φουντούλη, ἀπαντήσεις…, ὅπου παραπάνω, σελ. 18-19.

[34] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ.Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 339.

[35] Ἀρχιμ. Ἰακώβου Ἀρχατζικάκη, ὅπου παραπάνω, σελ. 53-55.

[36] Χρ.Γιανναρᾶ, «Τὸ μυστήριο τῆς ὀγδόης ἡμέρας» στὸ Προνόμιο τῆς ἀπελπισίας, Ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθ. 1983, β΄ ἐκδ., σελ. 200-205.

[37] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ. Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 339-340.

[38] Ἀρχ.Βασ. Στεφανίδου, ὅπου παραπάνω, σελ. 314 & Β.Α.Μυστακίδη, ὅπου παραπάνω, σελ. 404-405, πρβλ. καὶ Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ. Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 349.

[39]Βλ. Φειδᾶ, ὅπου παραπάνω, σελ. 918.

[40] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογ. Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 340.

[41] Βλ.Φειδᾶ, ὅπου παραπάνω, σελ. 918-919.

[42] Γ.Γ.Μπεκατώρου, λ. «Ὑπαπαντή», ΘΗΕ, Ἀθ. 1967, τ. 11ος, στ. 952-953.

[43] Π.Ν.Τρεμπέλα, ὅπου παραπάνω, σελ. 306.

[44] Ἀρχιεπ.Ἀθηνῶν Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, ὅπου παραπάνω, σελ. 117-118.

[45] Ἰ.Μ.Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅπου παραπάνω, σελ. 341.

[46] Ἱερομ.Ἀθαν.Γιέβτιτς, Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, στὸ «Χριστούγεννα», ἐκδ. Ἀκρίτας, γ΄ ἔκδ., Ἀθήνα, 1991, σελ. 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιο Ιστολογίου

Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.

Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.

Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.

Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.

Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.