Μια τέχνη που η ηλικία της κοντεύει τα δύο χιλιάδες έτη σίγουρα έχει γνωρίσει στιγμές ακμής και παρακμής, στις οποίες την οδήγησαν πρόσωπα ή γεγονότα. Έτσι, συμβαίνει και με τη Βυζαντινή Μουσική. Μουσικοί νόες μεγάλου βεληνεκούς υπήρξαν υπεύθυνοι για το άγγιγμα του ναδίρ της. Βέβαια, ποιος μπορεί να αριθμήσει το πλήθος τόσων και τόσων σπουδαίων ανδρών και ποίους από αυτούς να ξεχωρίσει; Και μόνο κάποια ονόματα όπως των Αγιοπολιτών, του Οσίου Ιωάννου του Κουκουζέλους[1], του Μιχαήλ Βλεμύδου, του Ιωάννου Πλουσιαδηνού, του Ακακίου Χαλκεοπούλου, του Αποστόλου Κώνστα και τόσων άλλων προκαλούν δέος. Ενδεικτικά, με χρονικά και συγγραφικά κριτήρια, παρουσιάζονται στις παρακάτω σελίδες πέντε από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του «Βυζαντίου» και «Μεταβυζαντίου» επιδεικνύοντας το έργο και την προσφορά τους στην «Τέχνη του Δαμασκηνού».
- Εμμανουήλ Βρυέννιος
Εμμανουήλ ή, επί το χαριέστερον, Μανουήλ Βρυέννιος υπήρξε «ὁ ἐξοχώτερος τῶν θεωρητικῶν διδασκάλων τῆς μουσικῆς κατά τόν Μεσαίωνα»[2], και συνάμα εξαιρετικός μαθηματικός και αστρονόμος. Γεννήθηκε περί το 1275[3] στην Κωνσταντινούπολη και η μεγάλη ακμή του σημειώνεται από το 1320[4] έως τον θάνατό του, το 1340. Αν και το οικογενειακό όνομα «Βρυέννιος» έχει συνδεθεί με πολιτικούς του Βυζαντινίου, ο Μανουήλ δε φαίνεται να έχει κάποια σχέση με αυτούς. Ήδη, από το 1300 δίδασκε σε μεγάλη σχολή της πρωτεύουσας[5], στην οποία διετέλεσε σχολάρχης. Μαθητής του στο μάθημα της Αστρονομίας εχρημάτισε ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο μετέπειτα Μέγας Λογοθέτης του Ανδρονίκου Β’ του Παλαιολόγου, ενώ ο ίδιος ο Βρυέννιος υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου (1223 - 1282[6]).
Ο Μανουήλ Βρυέννιος στηρίχθηκε στις μελέτες και τη διδασκαλία του στον σύγχρονό του Γεώργιο Παχυμέρη[7] (1242 – περ. 1310[8]), αλλά πολύ περισσότερο στους Αλεξανδρινούς μουσικο-μαθηματικούς της ύστερης αρχαιότητας, όπως ο Πτολεμαίος, ο Κοϊντιλιανός ή ο Ευκλείδης[9]. Η επιρροή του φαίνεται ξεκάθαραστο έργο του «Ἁρμονικά», το οποίο είναι και το μοναδικό του έργο που έχει διασωθεί. Μάλιστα, μεταφράστηκε στα λατινικά και εκδόθηκε ως τρίτομο έργο αρκετά χρόνια αργότερα από τη συγγραφή του.
Το μεγάλο του αυτό έργο, τα «Ἁρμονικά»[10], αποτελεί μια πραγματική γέφυρα μεταξύ αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής. Ο Μανουήλ Βρυέννιοςπαραθέτει μια πληθώρα κοινών τόπων, δείγμα της άμεσης συγγένειας των δύομουσικών κόσμων. Φροντίζει να σχολιάσει τυχόν διαφορές πως οφείλονται στηνεξέλιξη της μουσικής, ενώ άλλες φορές δε διστάζει να παρουσιάσει και δικές του
απόψεις.
Ειδικότερα ανάμεσα στα όσα υπογραμμίζει ως ομοιότητες μεταξύ της αρχαίας και της σύγχρονης προς αυτόν μουσικής είναι: τα τρία γένη, οι οκτώ ήχοι και ηδιάκριση τους σε κύριους και πλάγιους, η διαίρεση του τόνου, το φαινόμενο της δις διαπασών κλίμακας κ.α. Επιπλέον, διαβάζοντας κανείς τα «Ἁρμονικά» μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την «αρχαΐζουσα» στροφή του συγγράμματος, καθώς ο συγγραφέας σχετίζει την αρχαιοελληνική με τη βυζαντινή μουσική σε επιστημονικό και ιστορικό επίπεδο, αποδεικνύοντας την θυγατρικότητα της δεύτερης μέσω της εξέλιξης.
- Γαβριήλ εκ Ξανθοπούλων
Για τον Ιερομόναχο Γαβριήλ λίγα είναι αυτά που σώζονται και αφορούν στη βιογραφία του. Ένα από τα λιγοστά στοιχεία, όπως προκύπτει από τα γραφόμενα του Γρηγορίου Στάθη[11], είναι πως ο Γαβριήλ υπήρξε ιερομόναχος στη μονή των Ξανθοπούλων. Στο έργο του, όμως, ξεδιπλώνει μεγάλο μέρος της μουσικής του προσωπικότητας και παρουσιάζει τον τρόπο σκέψης ενός θεωρητικού που ήκμασε στο α’ μισό του 15ου αι.[12]
Πιο συγκεκριμένα, από το έργο του ξεχωρίζουν δύο σπουδαία συγγράμματα. Στο πρώτο έχει τον τίτλο «Ἐξήγησις πάνυ ὠφέλιμος περί τοῦ τί ἐστι Ψαλτική καί τῆς ἐτυμολογίας τῶν σημαδίων ταύτης καί ἑτέρων πολλῶν, χρησίμων καί ἀναγκαίων[13]» και το δεύτερο «Περί τῶν ἐν τῇ ψαλτικῇ σημαδίων καί φωνῶν καί τῆς τούτων ἐτυμολογίας»[14]. Στα δύο αυτά έργα του Γαβριήλ παρατηρεί κανείς διαβάζοντάς τα μια λιτή και εξαιρετικά κατανοητή γλώσσα. Σε γενικές γραμμές το έργο του μοιάζει να έχει χαρακτήρα επεξηγηματικό, προσπαθεί με πολύ απλό τρόπο να αποσαφηνίσει και να συμβουλεύσει τον αναγνώστη του.
Από τα παραπάνω εύλογα προκύπτει για τον Γαβριήλ, πως τον διακατείχε ένα αίσθημα ανάγκης διάδοσης της Μουσικής. Ας μην ξεχνάμε πως η εποχή στην οποία έζησε ήταν εποχή φόβου και αγωνίας για την Κωνσταντινούπολη και τις εναπομείνασες βυζαντινές κτίσεις, που έβλεπαν κυριολεκτικά τον εχθρό προ των πυλών. Ίσως αυτές οι συνθήκες πίεζαν τον Γαβριήλ να βρει τρόπο να διαδώσει το δυνατόν ευκολότερα και γρηγορότερα τη Μουσική, κάτι που εξηγεί τον χαρακτήρα του έργου του και την απλή του γλώσσα.
Για όλους εμάς τους μεταγενέστερους, οι θεωρητικές συγγραφές του Ιερομονάχου Γαβριήλ αποτελούν έναν «μπούσουλα», όχι μόνο για να κατανοήσουμε καλύτερα τη Θεωρία της Μουσικής, αλλά κυρίως για να καταλάβουμε τον τρόπο σκέψης των Βυζαντινών απέναντί της.
Η συνέχεια...ΕΔΩ
_____________________
[1] Ο όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης αναφέρεται ως εφευρέτης Μεθόδων και διδακτικών ποιημάτων σε επεξεργασμένη «Προθεωρία της Παπαδικής», όπως το Μέγα Ίσον, η Σοφωτάτη Παραλλαγή κ.α. (βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Εισαγωγή, 67, 68).
[2] Γ. Παπαδοπούλου, Συμβολαί εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς παρ' ἡμῖν Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, (Αθήνα: Κουτσουλίνου & Αθανασιάδου, 1890), 275.
[3] E. Nicolaidis, Science and Eastern Orthodoxy: From the Greek Fathers to the Age of Globalization, (Baltimore: The John Hopkins University Press, 2011), 26.
[4] Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 275.
[5] J. Freely, Flame of Miletus: The Birth of Science in Ancient Greece (and How it Changed the World), (London & N. York: I. B. Tauris, 2012), 176.
[6] Βλ. Wikipedia, λήμμα «Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος» (ημερ. προσπέλασης: 14.02.2018).
[7] Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 507.
[8] Βλ. Wikipedia, λήμμα «Γεώργιος Παχυμέρης» (ημερ. προσπέλασης: 14.02.2018).
[9] Θ. Γεωργιάδου, Η Νέα Μούσα, Συνοπτική, Ιστορική και Τεχνική Μουσική Μελέτη,
(Κωνσταντινούπολη: Τύποις Μάρκου Δημητριάδου, 1935), 48.
[10] Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 275.
[11] Γρ. Στάθης, Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της Βυζαντινής Μελοποιίας, ζ’ έκδ.
(Αθήνα: Γρ. Στάθης, 2008), 262.
[12] Αλεξάνδρου, Εισαγωγή, 68.
[13] Στάθης, Αναγραμματισμοί, 32.
[14] Chr.Hannick, G.Wolfram, Gabriel Hieromonachos, Abhandlung über den Kirchengesang, (Wien:
Verlag der Östereichischen Akademie der Wissenschaften, 1985).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιο Ιστολογίου
Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.
Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.
Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.
Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.