Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Οι μεγάλοι Θεωρητικοί τού Βυζαντίου και τού Μεταβυζαντίου και τα κυρίως θέματά τους! Μέρος Γ΄ (Μανουήλ ο Παλαιός Χρυσάφης,Κύριλλος Μαρμαρηνός, Χρύσανθος εκ Μαδύτων)! Του Άγγελου Σέφκα

                                                     Συνέχεια από το Δεύτερο Μέρος


Άγγελου Σέφκα
Φιλολόγου - Ψάλτου


Μανουήλ ο Παλαιός Χρυσάφης

Η ευαγγελική ρύση, «οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη»[1], όπως ίσχυσε για τους αγίους Αποστόλους, που ο χαριτωμένος βίος τους υπέπιπτε στην αντίληψη όλων, σα να ήταν μια πόλη που βρίσκεται σε μια βουνοπλαγιά η οποία δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί, έτσι ισχύει και με το έργο του μεγάλου μελουργού, υμνογράφου και θεωρητικού[2] Μανουήλ του Παλαιού Χρυσάφη.

Ο Μανουήλ Χρυσάφης γεννήθηκε το πρώτο μισό του 15ου αι., υποθετικά μεταξύ 1410 και 1420, στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης και πέθανε το γ’ τέταρτο του 15ου αι. Κατά καιρούς πολλοί τον παρουσιάζουν, μάλλον εσφαλμένα, ως Λαμπαδάριο της Αγίας Σοφίας[3], αν και στις περισσότερες ανθολογίες του συνήθως συναντούμε τον τίτλο του ως εξής: «λαμπαδάριος του εὐαγοῦς και βασιλικοῦ κλήρου»[4], τίτλος που επιβεβαιώνει και τη στενή σχέση του με τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ τον Παλαιολόγο. Ο Μανουήλ μετά την Άλωση καταφεύγει στην Πελοπόννησο και αργότερα περνά στην Κρήτη. Επιπλέον, υπάρχουν μαρτυρίες για εγκατάστασή του στη Σερβία. Από τους επιφανέστερους μαθητές του υπήρξε ο Γεράσιμος Χαλκεόπουλος[5].

Ο Μανουήλ Χρυσάφης αποτελεί ορόσημο για τη μελουργία και θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής, καθώς υπήρξε ο τελευταίος των Βυζαντινών και ταυτόχρονα ο εγκαινιαστής της μεταβυζαντινής περιόδου. Έμεινε κυρίως γνωστός από τα μεγάλα σε έκταση μελωδήματά στο Στιχηράριο και στο Μαθηματάριο. Ωστόσο, σε τίποτα δεν υπολείπεται η θεωρητική του συγγραφή με τίτλο: «Περί τῶν ἐνθεωρουμένων τῇ ψαλτικῇ τέχνῇ και ὧν φρονοῦσι κακῶς τινές περί αὐτῶν».

Στο θεωρητικό του εγχειρίδιο, ο Χρυσάφης φαίνεται πως κινείται γύρω από πολλά θέματα κυριότερα εκ των οποίων είναι ο σαφής διαχωρισμός των ειδών μελοποιίας (ειρμολογικό, στιχηραρικό, παπαδικό), το θέμα των θέσεων ή φορμουλών αλλά και εκείνο των φθορών[6]. Για παράδειγμα[7], σχολιάζει το φαινόμενο της παραλλαγής, το οποίο χαρακτηρίζει ως «τὸ εὐτελέστερόν τε τῶν ἐν αὐτῇ πάντων καὶ εὐκολώτατον». Επιπλέον, μελετά το χρωματικό ιδίωμα του πλαγίου του Β’ και της φθοράς του Νενανώ. Το έργο αυτό γράφεται κάτω από το κριτικό βλέμμα του Μανουήλ, ο οποίος μάλιστα φαίνεται να αναπτύσσει και έναν πρώιμο μουσικολογικό προβληματισμό.

Ας μην ξεχνάμε, πως αν η εποχή του Ιερομονάχου Γαβριήλ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν δύσκολη και αγωνιώδης, για τον Μανουήλ Χρυσάφη ήταν μια εποχή μοναξιάς και φόβου, καθώς ένοιωθε ως ο τελευταίος γνώστης της Τέχνης αυτής και αγωνίστηκε να την διασώσει καταγράφοντας τα πολλά έργα, αλλά και να την διαδώσει παράλληλα, όπως έκανε στην Κρήτη και στη Σερβία.

Κύριλλος Μαρμαρηνός

Ο Κύριλλος Μαρμαρηνός[8] έζησε τον 18ο αι. και, πιο συγκεκριμένα, ήκμασε μεταξύ 1730 και 1760. Στα χειρόγραφα αναφέρεται άλλοτε ωςπρώην Τήνου και άλλοτε ως Επίσκοπος Γάνου και Χώρας. Υπήρξε πολύ καλός γνώστης της Βυζαντινής και της Αραβοπερσικής Μουσικής παράλληλα, όσο λίγοι. Γεννήθηκε στη νήσο Προποντίδα και σύντομα απέκτησε φιλίες με τους Κωνσταντινουπολίτες μουσικούς. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Δανιήλ Πρωτοψάλτης, με τον οποίο συχνά συνέψαλαν. Δάσκαλος του στην Αραβοπερσική Μουσική υπήρξε ένας άλλος Πρωτοψάλτης, ο Παναγιώτης Χαλάτζογλους.

Ο Κύριλλος συνέθεσε πολλά μουσικά έργα, όπως χερουβικά και κοινωνικά. Ώστοσο, οι γνώσεις του στα δύο κυρίαρχα μουσικά είδη της Κωνσταντινούπολης, την Αραβοπερσική και τη Βυζαντινή Μουσική, τον κατέστησαν ως ένα μεγάλο θεωρητικό του αιώνα του, μέσω του συγγράμματος του: «Εἰσαγωγή μουσικῆς κατ’ ἐρωταπόκρισιν». Ο συγγραφέας διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους γράφει το εγχειρίδιό του, και δεν είναι άλλοι από το να κάνει πιο εύληπτη τη
Θεωρία της Μουσικής.

Για έναν μουσικολόγο, αυτό το πόνημα έχει διάφορους τρόπους ανάγνωσης. Αδιαμφισβήτητα, ο Κύριλλος κάνει όντως κατανοητά τα όσα επιλέγει να γράψει για μακάμια, σοχμπέδες, ουσούλια, νήμια, φθορές. Κάτι άλλο, όμως, το οποίο έχει εξίσου μεγάλη σημασία είναι και ένα κατάλογος ονομάτων μεγάλων μουσικών προσωπικοτήτων. Αυτός ο κατάλογος αποτελεί, αν μη τι άλλο, τη βάση της ιστοριογραφίας στον τομέα της Βυζαντινής Μουσικής. Στο σύνολό του το έργο του Κυρίλλου Μαρμαρηνού αποτέλεσε ένα ισχυρό έρεισμα για πολλούς από τους μετέπειτα μεγάλους θεωρητικούς συγγραφείς. Για παράδειγμα, την μέθοδο των ερωταποκρίσεων την συναντά κανείς μετά από έναν και πλέον αιώνα στον Θεόδωρο Φωκαέα[9], τη σχέση Αραβοπερσικής και Βυζαντινής Μουσικής στον Πέτρο Κηλτζανίδη[10] και μια μελέτη ιστοριογραφικής φύσης, από την αρχαία έως τη σύγχρονή του ελληνική μουσική, περίπου εκατό χρόνια αργότερα στο Θεωρητικό[11] του Χρυσάνθου εκ Μαδύτων. Επομένως, δίκαια μπορεί ο Κύριλλος Μαρμαρηνός να συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων θεωρητικών της μεταβυζαντινής εποχής.

Χρύσανθος εκ Μαδύτων

Ίσως η μεταβυζαντινή περίοδος να άφησε για το τέλος ένα από τα πιο ευωδιαστά
λουλούδια της, τον Μητροπολίτη Προύσης Χρύσανθο. Γράφει ο Χρύσανθος για τον εαυτό του στο Θεωρητικό[12] του: 
«Οὗτος ἦν ἀπό τήν Μάδυτον, πόλιν κειμένην παρά τόν Ἑλλήσποντον· καί εἶναι μέλος τῶν τριῶν Διδασκάλων τῶν ἐφευρετῶν τήν νέαν Μέθοδον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς· καί διωρίσθη γενικῶς, ἵνα παραδίδῃ τό Θεωρητικόν μέρος αὐτῆς».

Ο Χρύσανθος[13] γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αι., λογικά γύρω στο 1770 με 1780, και πέθανε στο μέσο περίπου του επόμενου αιώνα, ακριβέστερα το 1843. Ήταν πολύ καλός γνώστης της Βυζαντινής Μουσικής, ενώ γνώριζε και την Ευρωπαϊκή και την Αραβοπερσική. Ήταν δεξιοτέχνης στο νέι και στον ευρωπαϊκό πλαγίαυλο, το φλάουτο. Ήξερε, μάλιστα, πολύ καλά την λατινική και τη γαλλική γλώσσα.

Όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη έμαθε Βυζαντινή Μουσική στα πόδια του Πέτρου Βυζαντίου του Πρωτοψάλτου. Μάλιστα, με την χειροτονία του και τη λήψη του βαθμού του Αρχιμανδρίτου, κατάφερε να επεξηγήσει σε μια δική του μουσική διάλεκτο πολλά κείμενα των αρχαίων μελοποιών. Αυτή του η ενέργεια αποτέλεσε τον πρόδρομο της Μεταρρύθμισης του 1814 - 1815, παρ’ ότι στην αρχή δεν την είδαν με αγαθή προαίρεση οι του Πατριαρχείου. Βλέποντας, όμως, την άμεση πρόοδο των μαθητών του, μετά από τυχαίο περιστατικό[14], τον κάλεσαν ούτως ώστε να τελειοποιήσει τη μέθοδό του και να ξεκινήσει μεθοδικά τη διδασκαλία της. Αυτό έγινε φυσικά και με τη βοήθεια του τότε Λαμπαδαρίου, Γρηγορίου Λευιτίδου, και του μετέπειτα Χαρτοφύλακος, Χουρμούζη Γιαμαλή. Οι τρείς Διδάσκαλοι διορίσθηκαν στην Γ΄ Πατριαρχική Σχολή για να διδάξουν, με τον Χρύσανθο να αναλαμβάνει το μάθημα της Θεωρίας. Ως ανταμοιβή για το έργο του, στον Χρύσανθο δόθηκε το αρχιερατικό αξίωμα και ποιμαντορία της επαρχίας του Δυρραχίου. Επιδόθηκε με περίσσιο ζήλο στην διάδοση του νέου συστήματος, έως ότου τον κάλεσε η Μητέρα Εκκλησία να αναλάβει τη Μητρόπολη Σμύρνης και εν συνεχεία εκείνη της Προύσης, όπου και πέθανε. Ο Χρύσανθος πριν τον θάνατό του κατάφερε να γράψει δύο θεωρητικά[15], ένα εισαγωγικό (1821) και ένα πλήρες (1832). Στα δύο αυτά έργα του αποτέλεσαν τη βάση για όλα τα σχεδόν τα μετέπειτα θεωρητικά. Αυτό άλλωστε ήταν λογικό, καθώς η νέα Μέθοδος είχε επικρατήσει και πέραν τούτου ο Χρύσανθος, όχι μόνο αποτελούσε αυθεντία ως ένας των εφευρετών, αλλά και τον πρώτο που κατέγραψε ένα πλήρες Θεωρητικό της Βυζαντινής Μουσικής, που καλύπτει σχεδόν κάθε πτυχή της Μουσικής. Εξίσου σημαντικό με το καθαρά θεωρητικό μέρος του Μεγάλου Θεωρητικού είναι και η πρώτη προσπάθεια συστηματικής συγγραφής ιστοριογραφικής μελέτης για την ελληνική μουσική[16], ψήγματα της οποίας βρίσκουμε έναν αιώνα πριν στον Κύριλλο Μαρμαρηνό.

Συμπεράσματα

Μελετώντας κανείς τη μικρή αυτή εργασία μπορεί εύκολα να οδηγηθεί σε κάποια συμπεράσματα, όχι τόσο θεωρητικά, όσο μουσικολογικής φύσης, γύρω από το θέμα της εξέλιξης της Θεωρίας, τη πρώτα δείγματα Βυζαντινής Μουσικολογίας και την εμφάνιση της Ιστοριογραφίας της Ελληνικής Μουσικής.

Σχετικά με τα θέματα εξέλιξης της Θεωρίας, παρατηρεί κανείς στη γραφίδα του συγγραφέα την ανάγκη να γίνει κατανοητός από τον αναγνώστη, κάτι που επιτυγχάνεται με την απλή γλώσσα και τα παραδείγματα, όπως ο Ιερομόναχος Γαβριήλ και ο Κύριλλος Μαρμαρηνός. Από την άλλη, ο Μανουήλ Χρυσάφης είναι ο πρώτος μουσικοθεωρητικός που δίπλα στο ζήτημα της διάσωσης της Βυζαντινής Μουσικής, αναπτύσσει μια σειρά κριτικών σκέψεων, εφαρμόζοντας μια πρώιμη μουσικολογική μελέτη. Όσον αφορά, βέβαια, και στην εμφάνιση της Ιστοριογραφίας της Ελληνικής Μουσικής τα πράγματα είναι αρκετά εμφανή και ξεκάθαρα. Η ανάγκη της απόδειξης της ελληνικότητας της μουσικής για τους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινούς ήταν αρκετά έντονη, όπως σκιαγραφείται άλλωστε και στα «Ἁρμονικά» του Μανουήλ Βρυεννίου και στον κατάλογο ονομάτων του Κυρίλλου Μαρμαρηνού. Επιστέγασμα, όμως, όλων των παραπάνω είναι η αυτονόητη ιστοριογράφηση της Μουσικής, με μοναδικό και σαφές ελληνικό υπόβαθρο, από τον Χρύσανθο τον Μαδυτινό, μισή χιλιετία μετά τον Βρυέννιο.

Η παραπάνω μελέτη είναι μόνο ενδεικτική επισήμανση ορισμένων από πιο καταξιωμένους θεωρητικούς της Βυζαντινής Μουσικής. Ο χρόνος μπορεί να σταθεί αρωγός σε μια μεγαλύτερη προσπάθεια, που θα αναδεικνύει το έργο περισσότερων από πέντε προσωπικοτήτων, μέσω της οποίας θα κινηθεί το ενδιαφέρον περισσότερων ατόμων για τη γνώση γύρω από τη Βυζαντινή Μουσική.

_________________
[1] Μτθ. ε’ - 14.
[2] Σεβ. Μαζέρα, «Βιοεργογραφίες Μελουργών», στο Μαθηματάριον: Ερμηνευτική και Μουσικολογική Σπουδή, (Αθήνα: Κων/νος Σκαρμούτσος - Ι. Μ. Παρακλήτου Ψροπού Αττικής, 2017), 505 - 536 : 509 - 511.
[3] Για αυτήν την πληροφ. βλ. Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 292, Γεωργιάδου, Η Νέα Μούσα, 54 και Χρυσάνθου, Εισαγωγή και Μέγα Θεωρητικόν της Μουσικής, (Αθήνα: Κουλτούρα, 2003), ΧΧΧΙΧ.
[4] Μαζέρα, «Βιοεργογραφίες Μελουργών», 509, 510.
[5] Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 278.
[6] Αλεξάνδρου, Εισαγωγή, 89.
[7] Βλ. Wikisource, λήμμα: «Περί των ενθεωρουμένων τη ψαλτική τέχνη και ων φρονούσι κακώς τινες περί αυτών».
[8] Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 314.
[9] Θ. Φωκαέως, Κρηπίς της Εκκλησιαστικής Μουσικής, κατά Θεωρίαν και Πράξιν, (Αθήνα: Όμιλος Ελληνικών Τεχνών, 2005).
[10] Π. Κηλτζανίδου, Μεθοδική Διδασκαλία Θεωρητική τε και Πρακτική προς εκμάθησιν και διάδοσιν του γνησίου Εξωτερικού Μέλους της καθ’ ημάς Ελληνικής Μουσικής κατ’ αντιπαράθεσιν προς την Αραβοπερσικήν, (Κώνσταντινούπολις: 1881).
[11] Χρυσάνθου, Εισαγωγή και Μέγα Θεωρητικόν.
[12] Χρυσάνθου, Εισαγωγή και Μέγα Θεωρητικόν, XLII.
[13] Για την παρούσα και τις επόμενες δύο παραγράφους βλ. Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 333.
[14] Κάποιοι οικόδομοι από τη Μάδυτο που είχαν χρηματίσει μαθητές του Χρυσάνθου, ενώ εχτιζαν τον τελευταίο όροφο της οικείας του Μητροπολίτου Ηρακλείας Μελετίου, έψαλαν έντεχνα μαθήματα. Ακούγοντας τους ο Μητροπολίτης τους ρώτησε πως έμαθαν να ψάλλουν τόσο έντεχνα τα «δεινά» εκείνα μαθήματα και εκείνοι του αποκρίθηκαν πωςαυτό οφειλόταν στον συμπατριώτη του Αρχιμανδρίτη, τότε, Χρύσανθο. Έτσι, ο Ιεράρχης αντιλαμβανόμενος την αδικία εις βάρος του Μαδυτινού ιερωμένου ενήργησε, ώστε να επιστρέψει στο Πατριαρχείο. (βλ. Παπαδοπούλου, Συμβολαί, 333.)
[15] Γεωργιάδου, Η Νέα Μούσα, 61.
[16] Αλεξάνδρου, Εισαγωγή, 364.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιο Ιστολογίου

Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.

Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.

Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.

Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.

Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.