Γεωργίου Ζαραβέλα
Θεολόγου
ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Η Θεία Λατρεία, ως ζωντανός οργανισμός που είναι, έλαβε ανά τους αιώνες πληθώρα τροποποιήσεων των τυπικών διατάξεών της και του τελετουργικού των ιερών μυστηρίων και ακολουθιών. Μεταξύ των στοιχείων εκείνων, τα οποία εξελίχθηκαν και μεταβλήθηκαν συγκαταλέγεται και ο τρόπος της συλλογής και προσφοράς των ευχαριστιακών ειδών, τα οποία μεταβάλλονται μυστηριακά σε Σώμα και Αίμα Χριστού, διά του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Η αρχέγονη Εκκλησία χαρακτηριζόταν για την απλοϊκότητα της δομής της λατρείας. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας γινόταν με τη σύναξη όλων των πιστών της κοινότητας γύρω από την ευχαριστιακή τράπεζα στις Αγάπες ή αργότερα στα Μαρτύρια, επί των τάφων των μαρτύρων. Η προσφορά των ειδών για την τέλεση του μυστηρίου γινόταν επί του θυσιαστηρίου, από τα μέλη της σύναξης, πρακτική η οποία μαρτυράται στη Δύση μεταξύ Β’ και Γ’ αι., ενώ υπάρχουν σχετικές αναφορές έως και τον Ε’ αι. στον Πόντο, την Ανατολική Συρία, αλλά και στην ΚΠολη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως κατά την προσφορά των ειδών από τον αυτοκράτορα.
Η απλοϊκή αυτή τάξη μετεξελίχθηκε, όταν οι κοινότητες έγιναν πολυπληθέστερες, άρχισαν να οικοδομούνται μεγαλοπρεπείς ναοί και υπήρξε γαλήνη για την Εκκλησία, ιδίως μετά το Διάταγμα της Ανεξιθρησκίας. Η προσφορά των ευχαριστιακών ειδών στην Ανατολή σταμάτησε νωρίς να γίνεται απευθείας από τους πιστούς επί της ευχαριστιακής τράπεζας. Το έργο της συλλογής και της προετοιμασίας τους περιήλθε στις αρμοδιότητες των διακόνων. Οι τελευταίοι συνέλεγαν τις προσφορές των πιστών στο αρμόδιο τμήμα των παλαιοχριστιανικών ναών, το διακονικό ή σκευοφυλάκιο, επέλεγαν τις καταλληλότερες και τις έφεραν προς καθαγιασμό ενώπιον του επισκόπου κατά τη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας, η οποία στην αρχική φάση της δεν είχε πομπώδη χαρακτήρα, ως έχει στη σύγχρονη μορφή του μυστηρίου ήδη από την εποχή του υπομνηματιστή της Θείας Λειτουργίας Θεοδώρου Ανδίδων.
Η έμμεση προσφορά των ευχαριστιακών ειδών από τον λαό προς το θυσιαστήριο κατά τη στιγμή της προσκομιδής, αλλά απευθείας προς τον επίσκοπο, χωρίς την ουσιαστική διαμεσολάβηση των διακόνων διαφυλάχθηκε στη Δύση. Ο επίσκοπος, με τη συνοδεία του αρχιδιακόνου και των υποδιακόνων, συλλέγει τις προσφορές, τους άρτους και τον οίνο, τις οποίες αποθέτει, τους μεν άρτους σε μεγάλο ύφασμα, που κρατούν δύο ακόλουθοί του, τον μεν οίνο εκχέει στο ποτήριο, που κρατά υποδιάκονος, αδειάζοντας εντός του τα φιαλίδια οίνου, που προσφέρουν οι πιστοί. Ο επίσκοπος, σε κάθε περίπτωση, λάμβανε τις προσφορές από τα χέρια των πιστών, είτε αναμένοντάς τους στα κιγκλιδώματα του Βήματος, είτε περιερχόμενος όλο το ναό. Σχετικές αναφορές κατέλειπε ο Ειρηναίος Λυώνος, που παραλληλίζει την ανωτέρω διάταξη με την εισφορά του δίλεπτου της χήρας στο γαζοφυλάκιο του Ναού και ο ιερός Αυγουστίνος, που βεβαιώνει σε ομιλία του προς νεοφώτιστους, ότι με την προσφορά των ειδών θέτουν τους εαυτούς τους επί του θυσιαστηρίου και εντός του ποτηρίου.
Η πολυδιάσπαση των ευχαριστιακών υπό τον επίσκοπο συνάξεων σε πολλές επιμέρους υπό τον ίδιο ποιμενάρχη συνάξεις, αλλά πλέον με προεξάρχοντα τον πρεσβύτερο εξ ονόματος του επισκόπου, περιόρισε το πλήθος των συνιερουργούντων κληρικών συχνά μόνο σε ένα πρόσωπο, τον πρεσβύτερο και η παρουσία διακόνου είναι ομοίως σπανιότερη. Η αρμοδιότητα των διακόνων να συλλέγουν και ευπρεπίζουν τα κατάλληλα για το μυστήριο αγαθά περιήλθε κι αυτή στον πρεσβύτερο. Η πράξη αυτή, όμως, δεν τελείται πλέον στο διακονικό, αλλά εντός του Ιερού Βήματος, αφού το πρώτο εντάχθηκε με τη μορφή παστοφορίου-παρεκκλησίου συνημμένα ή εντός του Βήματος, με τη μεταφορά του διακονικού από τη νοτιοδυτική πτέρυγα του ναού. Ο πρεσβύτερος, επομένως, πριν την έναρξη της Θείας Λειτουργίας εκλέγει τις αρτιότερες των προσφορών και τις χρησιμοποιεί κατά την ακολουθία της Προσκομιδής ή Πρόθεσης, ώστε να εξάγει τον Αμνό και τις σχετικές μερίδες στο δισκάριο και αντίστοιχα τον οίνο στο ποτήριο. Ο διάκονος δεν είναι πλέον ο μόνος που ασχολείται με τη συλλογή και ευπρεπισμό των προσφορών, ενώ ο επίσκοπος δεν συλλέγει ποτέ τις προσφορές από τους πιστούς, όπως διατηρήθηκε στη Δύση, αφού λαμβάνει ανά χείρας πάντα προευπρεπισμένα και προσκομισμένα για τον καθαγιασμό Τίμια Δώρα κατά τη Μεγάλη Είσοδο.
Η συλλογή και προσκομιδή των Τιμίων Δώρων, όχι κατά την χωριστή-σύγχρονη ακολουθία της Προθέσεως, για την οποία έχουμε αναφορές μόλις από τον Ι’ αι. και κυριαρχεί ως πρακτική από τους ΙΔ’-ΙΕ’ αι. κ.εξ., γινόταν κατά τη διάρκεια της σημερινής Μεγάλης Εισόδου. Η ύπαρξη της Ευχής της Προσκομιδής στο σημείο αυτό αποτελεί κατάλοιπο αυτής της τάξης, αν και η σύγχρονη προσκομιδή έχει τελεσθεί πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας και τα Δώρα έχουν ήδη προσκομισθεί και ευπρεπισθεί επί των ιερών σκευών.
Η αρχέγονη Εκκλησία χαρακτηριζόταν για την απλοϊκότητα της δομής της λατρείας. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας γινόταν με τη σύναξη όλων των πιστών της κοινότητας γύρω από την ευχαριστιακή τράπεζα στις Αγάπες ή αργότερα στα Μαρτύρια, επί των τάφων των μαρτύρων. Η προσφορά των ειδών για την τέλεση του μυστηρίου γινόταν επί του θυσιαστηρίου, από τα μέλη της σύναξης, πρακτική η οποία μαρτυράται στη Δύση μεταξύ Β’ και Γ’ αι., ενώ υπάρχουν σχετικές αναφορές έως και τον Ε’ αι. στον Πόντο, την Ανατολική Συρία, αλλά και στην ΚΠολη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως κατά την προσφορά των ειδών από τον αυτοκράτορα.
Η απλοϊκή αυτή τάξη μετεξελίχθηκε, όταν οι κοινότητες έγιναν πολυπληθέστερες, άρχισαν να οικοδομούνται μεγαλοπρεπείς ναοί και υπήρξε γαλήνη για την Εκκλησία, ιδίως μετά το Διάταγμα της Ανεξιθρησκίας. Η προσφορά των ευχαριστιακών ειδών στην Ανατολή σταμάτησε νωρίς να γίνεται απευθείας από τους πιστούς επί της ευχαριστιακής τράπεζας. Το έργο της συλλογής και της προετοιμασίας τους περιήλθε στις αρμοδιότητες των διακόνων. Οι τελευταίοι συνέλεγαν τις προσφορές των πιστών στο αρμόδιο τμήμα των παλαιοχριστιανικών ναών, το διακονικό ή σκευοφυλάκιο, επέλεγαν τις καταλληλότερες και τις έφεραν προς καθαγιασμό ενώπιον του επισκόπου κατά τη Μεγάλη Είσοδο της Θείας Λειτουργίας, η οποία στην αρχική φάση της δεν είχε πομπώδη χαρακτήρα, ως έχει στη σύγχρονη μορφή του μυστηρίου ήδη από την εποχή του υπομνηματιστή της Θείας Λειτουργίας Θεοδώρου Ανδίδων.
Η έμμεση προσφορά των ευχαριστιακών ειδών από τον λαό προς το θυσιαστήριο κατά τη στιγμή της προσκομιδής, αλλά απευθείας προς τον επίσκοπο, χωρίς την ουσιαστική διαμεσολάβηση των διακόνων διαφυλάχθηκε στη Δύση. Ο επίσκοπος, με τη συνοδεία του αρχιδιακόνου και των υποδιακόνων, συλλέγει τις προσφορές, τους άρτους και τον οίνο, τις οποίες αποθέτει, τους μεν άρτους σε μεγάλο ύφασμα, που κρατούν δύο ακόλουθοί του, τον μεν οίνο εκχέει στο ποτήριο, που κρατά υποδιάκονος, αδειάζοντας εντός του τα φιαλίδια οίνου, που προσφέρουν οι πιστοί. Ο επίσκοπος, σε κάθε περίπτωση, λάμβανε τις προσφορές από τα χέρια των πιστών, είτε αναμένοντάς τους στα κιγκλιδώματα του Βήματος, είτε περιερχόμενος όλο το ναό. Σχετικές αναφορές κατέλειπε ο Ειρηναίος Λυώνος, που παραλληλίζει την ανωτέρω διάταξη με την εισφορά του δίλεπτου της χήρας στο γαζοφυλάκιο του Ναού και ο ιερός Αυγουστίνος, που βεβαιώνει σε ομιλία του προς νεοφώτιστους, ότι με την προσφορά των ειδών θέτουν τους εαυτούς τους επί του θυσιαστηρίου και εντός του ποτηρίου.
Η πολυδιάσπαση των ευχαριστιακών υπό τον επίσκοπο συνάξεων σε πολλές επιμέρους υπό τον ίδιο ποιμενάρχη συνάξεις, αλλά πλέον με προεξάρχοντα τον πρεσβύτερο εξ ονόματος του επισκόπου, περιόρισε το πλήθος των συνιερουργούντων κληρικών συχνά μόνο σε ένα πρόσωπο, τον πρεσβύτερο και η παρουσία διακόνου είναι ομοίως σπανιότερη. Η αρμοδιότητα των διακόνων να συλλέγουν και ευπρεπίζουν τα κατάλληλα για το μυστήριο αγαθά περιήλθε κι αυτή στον πρεσβύτερο. Η πράξη αυτή, όμως, δεν τελείται πλέον στο διακονικό, αλλά εντός του Ιερού Βήματος, αφού το πρώτο εντάχθηκε με τη μορφή παστοφορίου-παρεκκλησίου συνημμένα ή εντός του Βήματος, με τη μεταφορά του διακονικού από τη νοτιοδυτική πτέρυγα του ναού. Ο πρεσβύτερος, επομένως, πριν την έναρξη της Θείας Λειτουργίας εκλέγει τις αρτιότερες των προσφορών και τις χρησιμοποιεί κατά την ακολουθία της Προσκομιδής ή Πρόθεσης, ώστε να εξάγει τον Αμνό και τις σχετικές μερίδες στο δισκάριο και αντίστοιχα τον οίνο στο ποτήριο. Ο διάκονος δεν είναι πλέον ο μόνος που ασχολείται με τη συλλογή και ευπρεπισμό των προσφορών, ενώ ο επίσκοπος δεν συλλέγει ποτέ τις προσφορές από τους πιστούς, όπως διατηρήθηκε στη Δύση, αφού λαμβάνει ανά χείρας πάντα προευπρεπισμένα και προσκομισμένα για τον καθαγιασμό Τίμια Δώρα κατά τη Μεγάλη Είσοδο.
Η συλλογή και προσκομιδή των Τιμίων Δώρων, όχι κατά την χωριστή-σύγχρονη ακολουθία της Προθέσεως, για την οποία έχουμε αναφορές μόλις από τον Ι’ αι. και κυριαρχεί ως πρακτική από τους ΙΔ’-ΙΕ’ αι. κ.εξ., γινόταν κατά τη διάρκεια της σημερινής Μεγάλης Εισόδου. Η ύπαρξη της Ευχής της Προσκομιδής στο σημείο αυτό αποτελεί κατάλοιπο αυτής της τάξης, αν και η σύγχρονη προσκομιδή έχει τελεσθεί πριν από την έναρξη της Θείας Λειτουργίας και τα Δώρα έχουν ήδη προσκομισθεί και ευπρεπισθεί επί των ιερών σκευών.
Βιβλιογραφία
Κουμαριανού Π.
Ι., «Πρόθεση,
προσκομιδή, προσφορά. Ένα ξεκαθάρισμα
Λειτουργικών όρων», Θεολογία,
Ο' (1999), σ. 483-512.
Παρασκευόπουλου
Χ. Γ. Ερμηνευτική
Επιστασία επί της Θείας Λειτουργίας,
εκδοτικός
οίκος Χαρ. και Ιω. Καγιάφα,
Πάτραι 1958.
Τρεμπέλα Παν.
Ν., Λειτουργικοί
Τύποι Αιγύπτου και Ανατολής, Συμβολαί
εις την Ιστορίαν της Χριστιανικής
Λατρείας, τ.
Β’, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ»,
Αθήναι 20083.
Φίλια Γ. Ν.,
Λειτουργική,
τ. Β’: Η Θεία
Ευχαριστία μέχρι τον 15ο
αι.,
εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιο Ιστολογίου
Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.
Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.
Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.
Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.