Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Τελετουργικά Θέματα (ιδ΄) Η ιστορική εξέλιξη και η χρήση της καμπάνας (του Γεωργίου Ζαραβέλα).

Η ιστορική εξέλιξη και η χρήση της καμπάνας.


Γεωργίου Ζαραβέλα
Λειτουργιολόγου
Καθηγητού Θεολόγου
Α΄ Αρσακείου Γυμνασίου Ψυχικού


Καμπαναριό Ι.Ν. Παναγίας Δροσιανής Μονής Νάξου
Η καμπάνα αποτελεί λειτουργικό σκεύος και αναπόσπαστο εξάρτημα κάθε χριστιανικού ναού. Κάθε οίκος της εκκλησιαστικής σύναξης κοσμείται από μία ή περισσότερες από αυτές, είτε με χειροκίνητη και ταπεινή κρούση, είτε με μηχανοκίνητη, πολύπλοκη και πανηγυρική ηχώ. Η χρήση της αποσκοπεί στην ειδοποίηση των πιστών για τους καιρούς της προσευχής (όρθρος, εσπερινός κ.λπ.), την προσέλευση στα ιερά μυστήρια, αλλά και σε άλλες αφορμές, όπως στιγμές χαράς (εκλογή Επισκόπου, πανήγυρη Ναού) ή θλίψης (εκδημία πιστού), η υπενθύμιση της ώρας (σε ναούς, των οποίων το κωδωνοστάσιο περιλαμβάνει μηχανισμό ρολογιού), η ειδοποίηση για έκτακτα γεγονότα (πλημμύρα, πυρκαγιά) κ.α.

Η σημερινή θέση της στη θεία λατρεία δεν ήταν δεδομένη για κάθε εποχή και δεν συνδεόταν εξ αρχής με τις συνάξεις των πιστών. Η χρήση της δεν συνιστά χριστιανική πρωτοτυπία, αφού καμπάνες απαντώνται τόσο στην εθνική και τη ρωμαϊκή θρησκεία, όσο και στη λατρεία ανατολικών θρησκευμάτων. Στην ιουδαϊκή πίστη απαντάται με τη μορφή μικρών κωδωνίσκων, οι οποίοι ήταν ραμμένοι στα άκρα του αρχιερατικού ενδύματος. 

Η πρώτη Εκκλησία δεν χρησιμοποιούσε καμπάνες, δεδομένων και των δυσμενών συνθηκών για τη διωκόμενη χριστιανική πίστη. Το ρόλο της σύγκλησης της σύναξης είχαν συγκεκριμένα μέλη της Εκκλησίας, οι κράκτες ή λαοσυνάκτες ή θεοδρόμοι, οι οποίοι περιφέρονταν στις πόλεις περί λύχνων αφάς, δηλαδή μόλις άναβαν τα λυχνάρια – άρχιζε να νυκτώνει, και ειδοποιούσαν με τρόπο μυστικό και διακριτικό του πιστούς να προσέλθουν στη σύναξη, κρούοντας με ειδικό τρόπο τις θύρες των οικιών τους. Τα πρώτα αντικείμενα, προάγγελοι των καμπανών, ήταν οι σάλπιγγες και τα σφυρία, αλλά και η αντήχηση της φράσης Αλληλούια. Οι σάλπιγγες ήταν ήδη γνωστές από την εβραϊκή λατρεία, καθώς με αυτές καλούνταν οι πιστοί στο Ναό των Ιεροσολύμων. Ο όσιος Παχώμιος τις χρησιμοποιεί πρώτος στη χριστιανική λατρεία, ώστε να συγκαλεί σε προσευχή τους ασκητές του κοινοβίου του στην Αίγυπτο.

Πρόδρομος των καμπανών είναι το σημαντήριο ή σήμαντρο, το γνωστό και ως τάλαντο. Το σήμαντρο είναι επίμηκες, ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος, το οποίο κρούεται με σφυρί από το ίδιο υλικό, για να αναγγελθεί στους μοναχούς η προσέλευση στο ναό και πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις μονές, όπως και σήμερα. Το ξύλινο σήμαντρο ονομάζεται και ως ξύλο ή ιερό ξύλο ή ξύλο αθροίσιμο, αφού με την κρούση του αθροίζονται οι πιστοί για τη λατρεία. Το μεταλλικό σήμαντρο ή τάλαντο επονομάζεται και ως αγιοσίδερο. Το σήμαντρο και στις δύο μορφές του κρούεται από εντεταλμένο μοναχό, με ειδικό τρόπο και σε διάφορα σημεία του μήκους του, ώστε να παραχθούν κατάλληλοι ήχοι και να ειδοποιηθούν οι αδελφοί. Τα σήμαντρα αναφέρουν σε έργα τους οι Θεόδωρος Στουδίτης, Νικηφόρος Βλεμμίδης και Λέων Αλλάτιος.

Τα σήμαντρα μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες, σύμφωνα με τον κανονολόγο Θεόδωρο Βαλσαμώνα: α) μικρό ξύλινο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στην ακολουθία του όρθρου. Η ταπεινή μορφή του, σε συνδυασμό με το σκοτάδι έναρξης της ακολουθίας συμβολίζει τη σκιά της παλαιοδιαθηκικής περιόδου, η οποία αποτελεί τύπο και εικόνα των μελλόντων, 

β) μέγα ξύλινο, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το προηγούμενο, δημιουργεί περισσότερο και δυνατότερο ήχο και συμβολίζει τη χάρη της ανακήρυξης του Ευαγγελίου προς ολόκληρη την οικουμένη, σύμφωνα και με τον ψαλμικό στίχο "Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν" (Ψαλμ. ιη’, 5), 




γ) μετάλλινο ή χαλκό, που είναι βροντωδέστερο και τρανώτερο και συμβολίζει την Μέλλουσα Κρίση, ενώ το υλικό κατασκευής του εικονίζει της χάλκινες σάλπιγγες, με τις οποίες άγιοι άγγελοι θα εγείρουν τους νεκρούς την ύστατη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία (ΡG 98), περιορίζει τη χρήση του ξύλινου σήμαντρου στις μονές και ορίζει το μεταλλικό σήμαντρο ως αρμόδιο για τις ενοριακές συνάξεις.

Η καμπάνα εισάγεται στη λατρεία τον Στ’ αι. στη Δυτική Εκκλησία. Η ονομασία της οφείλεται στην πόλη Καμπανία της Ιταλίας, από την οποία προερχόταν ο κατάλληλος χαλκός για τη δημιουργία των πρώτων καμπανών. Ο Θεόδωρος Βαλσαμών ετυμολογεί την ονομασία της από τον κάμπο, αφού συμβολίζει το άπλωμα του ήχου της καμπάνας στα πέρατα του ορίζοντα με την αντίστοιχη ευρυχωρία του κάμπου, ο οποίος είναι ανοικτός και εύκολα προσπελάσιμος για οδοιπορία. Η τελευταία θεωρία δεν είναι ισχυρή και αποτελεί προσωπική θεώρηση του Βαλσαμώνα. Η καμπάνα έλαβε και την ονομασία Νώλη, εξαιτίας: α) της πόλης Νώλη της Καμπανίας, β) του επισκόπου Νώλης Παυλίνου, ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα λειτουργικά ζητήματα και την εκκλησιαστική ευκοσμία. 

Εισηγητής της χρήσης της καμπάνας στη λατρεία θεωρείται ο πάπας Σαβινιανός, διάδοχος του Γρηγορίου του Μεγάλου. Η Δυτική Εκκλησία καθιέρωσε από τον Ι’ αι. και το λεγόμενο βάπτισμα των καμπανών. Ο πάπας Ιωάννης ο ΙΓ’ (965-972) θέσπισε ειδική τελετή καθαγιασμού της καμπάνας, κατά την οποία πλενόταν με νερό, έλαιο και αλάτι και της αποδιδόταν όνομα, ξεχωριστό για καθεμία.

Η καμπάνα, αρχικά, κατασκευαζόταν από χάλκινες πλάκες, οι οποίες συνδέονταν με ισχυρά καρφιά. Η κατασκευή της, αργότερα, καθιερώθηκε να γίνεται με τη μέθοδο της χύτευσης χαλκού ή ορειχάλκου. Η προσθήκη αργύρου στο κράμα θεωρήθηκε πως ενισχύει την ανθεκτικότητά της, αλλά γρήγορα αποδείχθηκε ως απάτη των κατασκευαστών για τη συλλογή και την οικειοποίηση των αργυρών προσφορών των πιστών. 

Η αρχική χρήση της καμπάνας δεν είχε τη σημερινή σημασία, δηλαδή το κάλεσμα των πιστών στο ναό, αλλά στόχευε στην επισήμανση των επισημότερων στιγμών της λατρείας. Αντίστοιχη πρακτική απαντάται και σήμερα στη Θεία Λειτουργία, με την κρούση του αστερίσκου στο δισκάριο από τον λειτουργό: α) κατά την εκφώνηση Τον επινίκιον ύμνον και β) πριν την πρόσκληση των πιστών να μεταλάβουν.

Μιχαήλ Γ΄ ο μέθυσος
Η εισαγωγή της καμπάνας στη λατρεία της Ανατολής λαμβάνει χώρα τον Θ’ αι., οπότε ο δόγης  («δόγης» είναι η εξέλιξη στη Βενετική διάλεκτο του Βυζαντινού «δουξ» (ηγέτης)) των Ενετών Ούρσος ο Πατρικιανός νίκησε τους Άραβες στη Δαλματία. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄, ευχαριστημένος για τη συμβολή του, του απένειμε το αξίωμα του πρωτοσπαθαρίου του βυζαντινού θρόνου και ο Ούρσος ανταπέδωσε με την αποστολή δώδεκα μεγάλων καμπανών, ως αντίδωρο στον αυτοκράτορα. Οι καμπάνες αυτές τοποθετήθηκαν σε πύργο στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και ηχούσαν έως την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς, οι οποίοι τις έλιωσαν και τις μετέβαλαν σε τηλεβόλα. Η χρήση των καμπανών, σταδιακά, γενικεύθηκε και στην Εκκλησία της Ανατολής.

Η Τουρκοκρατία ήταν ανασταλτικός παράγοντας για τη χρήση της καμπάνας στη λατρεία, αφού, σύμφωνα με την κορανική διδασκαλία, ο κώδων είναι το μυστικόν όργανον του διαβόλου. Οι καμπάνες σίγησαν σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, με εξαίρεση επαρχίες της Κρήτης, τα Ιωάννινα και με ειδική συνθήκη στο Άγιο Όρος. Η απαγόρευση κρούσης των καμπανών επανέφερε στο προσκήνιο το θεσμό των κρακτών της πρώτης Εκκλησίας, τους οποίους οι Μουσουλμάνοι αποκαλούσαν κλητήρες του Άδου.

Η χρήση των καμπανών στη Δύση δεν επηρεάστηκε από οθωμανική κυριαρχία, ούτε και σε χώρες με ορθόδοξο ποίμνιο, όπως η Ρωσία, στην οποία η χύτευση και χρήση κωδώνων γνώρισε μεγάλη άνθιση, ακόμα και με την ίδρυση ειδικών σχολών για την εκπαίδευση των κωδωνοκρουστών. Σε πολλές μεγάλες πόλεις οικοδομήθηκαν μεγάλοι, καθεδρικοί ναοί, με αντίστοιχα περικαλλή κωδωνοστάσια, τα οποία κοσμούν, συνήθως, τη δυτική όψη τους. 

Η κρούση των κωδώνων είναι αρμόδια για την έναρξη κάθε ακολουθίας, ενώ σε περίπτωση Θείας Λειτουργίας καλό είναι να κρούει τρεις φορές στην ακολουθία του όρθρου, δηλαδή στην έναρξη, τις καταβασίες και τη δοξολογία. Το ηχόχρωμα και η μελωδία οφείλει να είναι κατάλληλη για κάθε ημέρα, με διάκριση ανάμεσα στις πένθιμες, τις καθημερινές και τις πανηγυρικές ημέρες του εκκλησιαστικού έτους, ώστε να μη γίνεται συμφυρμός των καιρών της λατρείας και να μην δημιουργείται σύγχυση στους πιστούς.

Η εφεύρεση του ηλεκτρισμού και η σταδιακή εισαγωγή του στα χριστιανικά οικοδομήματα επηρέασε και την τέχνη της κωδωνοκρουσίας, η οποία μεταβλήθηκε από έργο ανθρώπινων χειρών σε έργο άψυχου, ηλεκτροκινούμενου μηχανισμού, με ανάλογη ηχητική επίδραση. Η χρήση των καμπανών είναι σημαντική για τη συγκέντρωση των πιστών στο ναό, αφού ο ήχος τους συμβολίζει το κάλεσμα του Λόγου του Θεού προς ολόκληρη την πλάση. Η κατάχρηση της κωδωνοκρουσίας σε ακατάλληλες ώρες κοινής ησυχίας και με ακατάλληλο τρόπο (π.χ. ακαθόριστη μελωδικότητα και πολλαπλή κρούση ισχυρών και μεγάλων καμπανών με βιαιότητα) δεν αρμόζει στην ορθόδοξη λατρεία, είναι αποκρουστική, δημιουργεί αντιδράσεις, πολλές φορές εύλογες, και οφείλει να γίνεται με διάκριση και προσαρμογή στα κατά τόπους δεδομένα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιο Ιστολογίου

Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.

Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.

Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.

Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.

Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.