ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΞ Ο «ΧΑΛΚΕΝΤΕΡΟΣ»
«Κατ’ αὐτὰς ἠνοίχθη ἓν κοινὸν Σχολεῖον εἰς τὸ Σιναϊτικὸν Μετόχιον καὶ παραδίδει Νέαν Μέθοδον ἐπιστηµονικῆς µουσικῆς, µὲ κανόνας καὶ γραµµατικήν. Σχολαρχοῦντες εἰς αὐτὴν εἶναι ἕνας καλόγερος Χρύσανθος καὶ ὁ Λαµπαδάριος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ συντρέχουσιν εἰς αὐτὴν καθ’ ἑκάστην ὑπὲρ τοὺς διακοσίους µαθητάς, ἐξ ὧν εἶναι καὶ Ἀρχιερεῖς καὶ Πρωτοσύγκελλοι καὶ διακονοι τῶν Ἀρχιερέων»1.
Μὲ αὐτὴ τὴ λιτὴ ἀναφορὰ τοῦ Προηγουµένου ∆ιονυσίου τοῦ Βατοπαιδινοῦ, σὲ ἐπιστολή του τῆς 21ης Ἰανουρίου τοῦ 1815, ποὺ δηµοσίευσε ὁ Μ. Γεδεὼν 2 στὶς «Πατριαρχικὲς ἐφηµερίδες», πληροφορούµαστε σίγουρα γιὰ τὴν ἔναρξη λειτουργίας σχολῆς τῆς Νέας Μεθόδου 3, στὴν ὁποία οἱ ∆ιδάσκαλοι Χρύσανθος Καραµάλλης ὁ Μαδυτηνός, Γρηγόριος Λευιτίδης ὁ Λαµπαδάριος καὶ Χουρµούζιος Γεωργίου ὁ Χαρτοφύλακας (ὁ τελευταῖος περιέργως –ἴσως ἀπὸ ἐλλιπῆ ἐνηµέρωση– παραλείπεται στὴν ἐπιστολή!) ἄρχισαν νὰ διδάσκουν ἐπίσηµα πλέον τὴ βυζαντινὴ µουσικὴ µὲ τὴ Μέθοδό τους, ποὺ εἶχαν ἐπινοήσει πρὶν ἀπὸ µερικὰ χρόνια 4 –ἤδη ἀπὸ τὸ 1811 καὶ 1812 ἔχοµε χφ. τοῦ Χρυσάνθου, στὸ ὁποῖο ἡ γραφή του εἶναι οὐσιαστικὰ τῆς Νέας Μεθόδου 5.
Ἡ Νέα αὐτὴ Μέθοδος, ἐκτὸς ὁρισµένων νέων στοιχείων, ἀπαραιτήτων γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ συστήµατός της, ἀποτελεῖ µεταρρύθµιση τῆς παλαιότερης γραφῆς (θὰ µποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ σὲ ἕνα βαθµὸ καὶ ὡς διαρρύθµιση) 6, καὶ εἶναι στὴν πλήρως ἀποκρυσταλλωµένη της µορφὴ ἐπινόηση καὶ τῶν τριῶν ∆ιδασκάλων, οἱ ὁποῖοι «συσκεφθέντες φιλοσόφως καὶ ἐπιστηµονικῶς»7 παρέδωσαν στοὺς νεότερους µία µέθοδο ἀναλυτικῆς γραφῆς, ἡ ὁποία διευκόλυνε κατὰ πολὺ τὴν ἐκµάθηση τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς, οὕτως ὥστε ὁ ἑκάστοτε µαθητὴς νὰ ἀπασχολεῖται σ’ αὐτὴν «....ἕνα χρόνον ἢ κἂν δύο ἢ τὸ πολὺ τρεῖς –ἀντὶ τῶν εἴκοσι περίπου τῆς παλιᾶς µεθόδου–, διὰ νὰ µὴν ἐµποδίζῃ τὸν ἑαυτόν του διὰ τὴν µουσικὴν ἀπὸ ἄλλας ὠφελιµω-τέρας µαθήσεις» 8.
Ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ∆ιδασκάλους τῆς Σχολῆς, ὁ µὲν Χρύσανθος ἀνέλαβε τὸ θεωρητικὸ µέρος τῆς διδασκαλίας οἱ δὲ ἄλλοι δύο τὸ πρακτικόν 9. Καὶ οἱ τρεῖς θεωρήθηκαν καὶ χαρακτηρίσθηκαν ὡς «εὐεργέται τοῦ Ἔθνους» 10 γιὰ τὴν ὅλη τους προφορὰ στὴν ἐκκλησιαστική µας µουσική, ἡ ὁποία ὄντως ὑπῆρξε καθοριστική, ἴσως καὶ σωτήρια γιὰ τὴν ἐν συνεχείᾳ πορεία της 11. Ὅµως ἐκ τῶν πραγµάτων, γιὰ λόγους ποὺ θὰ ἐξηγηθοῦν στὴ συν-έχεια καὶ δίχως ἀσφαλῶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιµηθεῖ ἡ προσφορὰ κανενός, ὁ κυριώτερος συντελεστὴς γιὰ τὴν ὁριστικὴ καθιέρωση τῆς Νέας Μεθόδου ὑπῆρξε βασικὰ ὁ Χουρµούζιος Χαρτοφύλαξ, ὁ «χαλκέντερος».
Τὸ ἔργο του, ὅπως ἄλλωστε καὶ τῶν ἄλλων δύο ∆ιδασκάλων, ὑπῆρξε γνωστὸ καὶ ἔχουν γραφῆ γι’ αὐτὸ ἀρκετὰ ἀπὸ παλιά 12. Ἰδιαίτερα τὰ τελευταῖα χρόνια, µὲ τὴ συστηµατοποίηση καὶ ἀνάπτυξη τῶν µουσικολογικῶν σπουδῶν, λόγῳ τῆς λειτουργίας Μουσικῶν Τµηµάτων καὶ σὲ ἑλληνικὰ Πανεπιστήµια, καὶ µὲ τὴν ἐκπόνηση ἐξαιρετικῶν µουσικολογικῶν διδακτορικῶν διατριβῶν, τὸ ὅλο ἔργο τοῦ Χουρµουζίου ὄχι µόνο ἔγινε γνωστὸ σὲ πλάτος ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ τὴ βάση –ἀναφέροµαι κυρίως στὶς µεταγραφές του, οἱ ὁποῖες «ἀποτελοῦν ἐπιστηµονικὸ γεγονὸς ἀνεπανάληπτης σηµα-σίας» 13, στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ ἔρευνα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἐξήγηση καὶ γνωριµία, ἀπὸ τὴν παλαιότερη µουσικὴ γραφὴ στὴ Νέα Μέθοδο, τοῦ µεγαλύτερου µέρους τοῦ κλασικοῦ µουσικοῦ ρεπερτορίου τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς.
Πιὸ εἰδικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὸ Χουρµούζιο καὶ τὸ ἔργο του ἔχει κάµει ὁ Ἐµµανουὴλ Στ. Γιαννόπουλος, στὴν ἐξαίρετη κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Χουρµουζίου Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς (Θεσσαλονίκη 2002, 2007), καὶ ὁ ∆ιονύσιος Ν. Μ[πιλάλης] Ἀνατολικιώτης στὴ µονογραφία του µὲ τίτλο Ὁ Χουρµούζιος Χαρτοφύλαξ καὶ ἡ συµβολὴ του εἰς τὴν µουσικὴν µεταρρύθµισιν του 1814, Ἀθῆναι 2004. Ἐπίσης σηµαντικότατες ἀναφορὲς βλ. Μανόλη Κ. Χατζηγιακουµῆ, Χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς 1453-1820, ἔκδ. Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1980, σσ. 57-58, καὶ τοῦ ἰδίου Μουσικὰ χειρό-γραφα Τουρκοκρατίας (1453-1832), Ἀθήνα 1975, εἰδ. σσ. 389-391, ὅπου καὶ συγκέντρωση τοῦ συνόλου σχεδὸν τῆς ἐργογραφίας τοῦ Χουρµουζίου· Γρ. Στάθη, Τὰ χειρόγραφα Βυζαντινῆς µουσικῆς Ἅγιον Ὅρος τ. Β΄, Ἀθήνα 1976, σ. 76, ὅπου καὶ συγκέντρωση τῶν µεταγραφῶν τοῦ Χουρµουζίου. Ἀρκετὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Χουρµούζιο καὶ τὸ ἔργο του συναντοῦµε ἐπίσης καὶ στὶς ἐργασίες τοῦ Ἀγγέλου Βουδούρη 14, ἀλλὰ αὐτές, ὅπως καὶ οἱ γενικότερές του περὶ τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς καὶ τῶν ἀνθρώπων της, ἐλέγχονται ἐν πολλοῖς γιὰ τὴν ἀκρίβεια, καὶ γιὰ τὴν ἀντικειµενικότητα τους 15.
Ὁ ἄνθρωπος
Ὁ Χουρµούζιος Χαρτοφύλαξ, σύµφωνα µὲ τὸν Θεόδωρο Ἀριστοκλέους, ποὺ πρῶτος παρέδωσε βιογραφικὰ στοιχεῖα περὶ αὐτοῦ 16,γεννήθηκε στὴ Χάλκη τῆς Προποντίδας πιθανὸν στὸ τελευταῖο τρίτο τοῦ ΙΗ΄ αἰώνα 17. Τὸ ὄνοµά του παραδίδεται ὡς Χουρµούζιος Γεωργίου 18, ὁ «τοὐπίκλην» Γιαµαλῆς, «ὡς ἔχων περὶ τὸν κρόταφον µέλαν τι κρεατῶδες ἐξόγκωµα» 19. Ἐπίσης ἀναφέρεται ἁπλὰ ὡς Χουρµούζης διδάσκαλος 20 ἢ Γεώργιος Χουρµούζης 21 ἢ Χουρµούζιος Γεώργιος 22. Κυρίως ὅµως εἶναι γνωστὸς ὡς Χουρµούζιος Χαρτοφύλαξ, δηλαδὴ µὲ τὸ ὀφφίκιο ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μ.τ.Χ.Ε. γιὰ τὴν προσφορὰ του στὴ Βυζαντινὴ µουσική, τὸ 1817 ἢ 1812 23.
Ὑπῆρξε µαθητὴς τοῦ πρωτοψάλτου Ἰακώβου 24, καθὼς καὶ Γεωργίου τοῦ Κρητός 25. Ἐχρηµάτισε γιὰ πολλὰ χρόνια, κάπου σαράντα, ὡς δεξιὸς ἱεροψάλτης στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου ∆ηµητρίου Ταταούλων, στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῶν Χίων τοῦ Γαλατᾶ, στὸν ἅγιο Ἰωάννη τοῦ Σιναϊτικοῦ Μετοχίου καὶ πάλιν στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου ∆ηµητρίου µέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Σύµφωνα µὲ τὸν πρῶτο ποὺ σκιαγράφησε τὴν βιογραφία του, τὸν Θεόδωρο Ἀριστοκλέους, ὁ ὁποῖος, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, τὸν γνώρισε ζῶντα, ὁ Χουρµούζιος ἦταν «εὐφυὴς εἰς ἄκρον» «καὶ ἐπιµελέστατος», ὡς ἐκ τούτου «ἐγένετο ἐγκρατέστατος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησιαστικῆς κατὰ Ἰωάννην Κουκουζέλην Μουσικῆς», παράλληλα δὲ καὶ ἐξαιρετικὰ ἐργατικὸς καὶ ἀκαταπόνητος –ἐξ οὗ καὶ τὸ «χαλκέντερος» ποὺ τοῦ ἀποδίδεται ἀπὸ ὅλους–, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ πολύχρονη «θυσιαστική του προσήλωση στὴ συγγραφὴ βιβλίων ποὺ τὸ µεγαλύτερο µέρος τους εἶναι οἱ ἐξηγήσεις βυζαν-τινῶν καὶ µεταβυζαντινῶν µελῳδιῶν µὲ πιστότητα καὶ γνώση, ποὺ διασφάλισαν τὴν αὐθεντικότητά τους καὶ τὴν ἀνόθευτη συνέχεια τοῦ µουσικοῦ αὐτοῦ πολιτισµοῦ» 26. Ἡ πολύχρονη καὶ πολλαπλὴ στὴν ἔκφρασή της δραστηριότητά του (ψάλτης, δάσκαλος, ἐξηγητής, µεταγραφέας, κωδικογράφος, µελοποιός, ἐκδότης) καταπλήσσει µὲ τὸ εὖρος καὶ τὴν αὐθεντικότητά της, καὶ σίγουρα τὸν κατατάσσει πρῶτο, ἐπὶ τοῦ πρακτικοῦ πεδίου, στὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς Νέας Μεθόδου, εἰδικὰ µετὰ τὸν πρόωρο θάνατο τοῦ Γρηγορίου.
Ὁ Χουρµούζιος, παρ’ ὅλη τὴ µεγάλη προσφορά του καὶ τὴν ἀναµφισβήτητη ἀπήχηση ποὺ εἶχε τὸ ἔργο του στοὺς ἱεροψαλτικοὺς καὶ ὄχι µόνο κύκλους τῆς ἐποχῆς του, ἀπέθανε «πενέστατος» – κοινὴ µοῖρα ὅσων οἱ ἀσχολίες τους εἶναι πνευµατικὲς– τὸ 1840 στὴ γενέτειρά του τὴ Χάλκη 27, ὅπου εἶχε ἀποσυρθεῖ λίγο πρὶν τὸ τέλος τῆς µακρόχρονης µουσικῆς του σταδιοδροµίας. Γράφει ὁ Θεόδωρος Ἀριστοκλέους: «Ἀπέθανεν ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ Χάλκῃ ὁ ἐµπειρότατος οὗτος ∆ιδάσκαλος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἡµῶν Μουσικῆς, πλήρης ἡµερῶν, µικρά τινα ἔχων ὅσον ἀποζῆν, ὁ πολλὰ µοχθήσας, καὶ µεγάλας ὠφελείας παρασχὼν τῷ Γένει ἡµῶν… Καὶ εἰς τοῦτον τὸν ἀοίδιµον ∆ιδάσκαλον ἡ καλλιεπὴς Τανταλίδειος Μοῦσα, γοῶσά τε µυροµένη τε, πεποίηκε ταυτί».
Τίς Χουρµουζίου οἶδε τάφον τινὰ τοῦ µελοποιοῦ;
Ὦ Χάλκη Χάλκη, ποῦ στέφανον σὸν ἔχεις;
Ἁγνὸς,ἀκτερέϊστος, ἄτυµβος ᾿κεῖνος ὁ κλεινός!
Φεῦ, ὡς οὐδὲ θανεῖν ἄξιον εἶν’ ἀσόφοις!
1848 Ἰουνίου 21
Ὁ ἐξηγητὴς-κωδικογράφος
Ὁ Χουρµούζιος ἦταν ἄνθρωπος ἀθόρυβος ἀλλὰ σοβαρός, µεθοδι-κός, δραστήριος, ἀποτελεσµατικὸς καὶ ἀπόλυτα προσηλωµένος στὸ στόχο του. Ἐπὶ πλέον εἶχε τὴν τύχη νὰ ζήσει σὲ µία ἐποχὴ ποὺ εἶχε πλέον ὡριµάσει ἡ ἀναγκαιότητα τῆς πλήρους ἀνάλυσης τῆς γραφῆς –ἴσως καὶ ἡ θεωρητικὴ ἀποκρυστάλλωση– τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς καὶ νὰ βρεθεῖ κοντὰ καὶ νὰ µαθητεύσει σὲ σπουδαίους δασκάλους καὶ βαθεῖς γνῶστες της, ποὺ εἶχαν φέρει τὴν γραφὴ στὸ τελευταῖο πρὶν τὴν τελική της ἀνάλυση στάδιο. Αὐτὸ τὸν βοήθησε, ὥστε νὰ γίνει «ἐγκρατέστατος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς», γεγονὸς ποὺ συνέβαλε καθοριστικὰ στὴ διαµόρφωση τῆς µετέπειτα τεράστιας µουσικῆς του προσωπικότητας 28. Καθοριστικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς συγκινητικῆς δραστηριότητάς του ὑπῆρξε σίγουρα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χουρµούζιος πολὺ ἐνωρὶς ἔµεινε µόνος στὴν προσπάθειά του, ἀφοῦ ὁ µὲν Χρύσανθος ἀπὸ τὸ 1819 ποὺ ἔγινε Μητροπολίτης ἐγκα-τέλειψε τὴ διδασκαλία του στὴ Σχολὴ 29 καὶ περιόρισε τὴ δραστη-ριότητά του στὰ ὅρια τῆς ἑκάστοτε Μητροπόλεώς του, ὁ δὲ Γρήγοριος ἀπεβίωσε λίγα χρόνια µετὰ τὴν καθιέρωση τῆς Νέας Μεθόδου, στὶς 23 ∆εκεµβρίου τοῦ 1821 30. Ἡ πραγµατικότητα αὐτὴ ἔκαµε τὸν Χουρµούζιο νὰ αἰσθανθεῖ ὡς ἀπόλυτο χρέος του τὴ συνέχιση τῆς προσπάθειάς του ὄχι µόνο ὡς κύριος ἐκφραστὴς καὶ διδάσκαλος, ἀλλὰ καὶ ἐξηγητὴς τῆς Νέας Μεθόδου, προκειµένου νὰ µεταφερθεῖ σ’ αὐτὴν καὶ ἔτσι νὰ διασωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγνωσία καὶ τὴ λήθη, ὅλο τὸ παλαιὸ κλασικὸ ρεπερτόριο τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς, καὶ ἰδιαίτερα τῶν ΙΖ΄ καὶ ΙΗ΄ αἰώνων, ποὺ ἀποτελοῦσε καὶ τὴ βάση τῆς µουσικῆς πράξης τῶν ἡµερῶν του.
Ἐµφορούµενος ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἰδέα ἀνάλωσε στὴν κυριολεξία τὴν ὑπόλοιπη ζωή του 31 βασικὰ στὴν ἐξήγηση τοῦ συνόλου σχεδὸν τοῦ παλαιοῦ ρεπερτορίου, ἐξηγώντας καὶ µεταγράφοντάς το σὲ 70 ἀρχικὰ τόµους 32, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διασωθεῖ µέχρι σήµερα καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι γιὰ µᾶς ἀνεκτίµητη µουσικὴ κληρονοµιά, ἀφοῦ µαζὶ µὲ τὶς ἐξηγήσεις τοῦ Γρηγορίου ἀποτελοῦν τὴν βασικὴ παρακαταθήκη τῆς σηµερινῆς µας γνώσης γιὰ τὴν παραδοσιακὴ µουσικὴ ὕλη. Τὸ σύνολο τοῦ έξηγητικοῦ περιεχοµένου τῶν πρωτο-γράφων τῶν τριῶν ∆ιδασκάλων ἀντιπροσωπεύει, σύµφωνα µὲ τὸν καθηγητὴ Γρηγόριο Στάθη, «τὸ ἑβδοµήντα-ἑβδοµηνταπέντε τοῖς ἐκατὸ τῆς σύνολης παραγωγῆς τῆς βυζαντινῆς µελποιίας» 33. Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ έχου νέπισηµανθεῖ µέχρι σήµερα καὶ εἶναι συνολικά 68 (58 µὲ ἐξηγητικὰ κείµενα καὶ 10 µὲ θεωρητικὲς συγγραφὲς), ὁ Χουρµούζιος ἔγραψε τὰ 43,δηλαδὴ τὰ δύο τρίτα,ὁ Γρηγόριος τὰ 21 καὶ Χρύσανθος τα 4. 34 Ἑποµένως «ὑπῆρξε στὴν πράξη ὁ κυριότερος στυλοβάτης τοῦ νέου γραφικοῦ συστήµατος, καὶ ὁ σηµαντικότερος ἐξηγητὴς τῆς Νέας µεθόδου, ἐνῷ τὸ ἐξηγητικό του ἔργο πρέπει νὰ θεωρεῖται σήµερα ἀνυπολόγιστης ἐπιστηµονικῆς καὶ ἐθνικῆς σηµασίας» 35. Ὁ ἴδιος δίκαια ἐπαίρεται κάποια στιγµὴ καὶ γράφει στὸν κολοφῶνα τοῦ χειρογράφου του ΕΒΕ-ΜΠΤ 705, ἔτους γραφῆς 1829, «Εἴληφε τέρµα σὺν Θεῷ κι ἡ Θεία Λειτουργία / πᾶσα ἡ τῆς Παπαδικῆς Θεοῦ τῇ βοηθείᾳ / παρὰ τοῦ Χαρτοφύλακος ἐφευρετοῦ τῆς νέας / καὶ ἐγκρατοῦς τῆς παλαιᾶς µούσης τῆς Τερψιθέας / τοῦ Χουρµουζίου τοῦ κοινοῦ µουσικοδιδασκάλου/ ὅστις εἰς τὴν ἐξήγησιν ὑπερνικᾷ τοῦ ἄλλου./8 Ἅπαντα γὰρ τὰ παλαιὰ τῆς µουσικῆς βιβλία / σχεδὸν αὐτὸς ἐξήγησε Θεοῦ τῇ βοηθείᾳ, / οὐ µόνος πλὴν ἐφερευτὴς ἀλλ᾿ ἐκ τῶν τριῶν ὁ ἕνας, / ὁ µόνος δὲ ἐξηγητὴς καὶ ὡς αὐτὸν οὐδένας...» 36.
Αυτόγραφο Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος |
Στὰ παραπάνω ὁ Χουρµούζιος δὲν µεταγράφει ἁπλῶς ἀπὸ τὸ δοξαστάριο τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου, ἀλλὰ καὶ τὸ διασκευάζει σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις. Τέλος ὑπάρχουν σὲ διάφορα χειρόγραφα καὶ ἄλλες µεµονωµένες ἐξηγήσεις του 44.
Οἱ ἐξηγήσεις τοῦ Χουρµουζίου, ὅπως βέβαια καὶ ἐκεῖνες τοῦ Γρηγορίου, εἶναι ἐξ ἀντικειµένου τὰ αὐθεντικότερα κείµενα µεταφορᾶς µελῶν ἀπὸ τὴν παλαιὰ στὴ Νέα Μέθοδο καὶ ἀποτέλεσαν τὸ πρότυπο γιὰ τὶς ἐξηγήσεις καὶ ἄλλων ἐξηγητῶν ποὺ ἀκολούθησαν 45. Σ’ αὐτὲς ὁ Χουρµούζιος «παρουσιάζεται σαφὴς καὶ σχετικὰ συντηρητικός. Καταγράφει τὰ µέλη µὲ σταθερότητα στὴν ἐκτύλιξη τῶν θέσεων καὶ µὲ ἀποφυγὴ λεπτολόγων ἀναλύσεων, δίνοντας ἔµφαση στὴ µελωδικότητα τῶν µουσικῶν γραµµῶν» 46. Σὲ σχέση µὲ τὶς ἀντίστοιχες ἐξηγήσεις τοῦ Γρηγορίου, παρὰ τὴν γενικότε-ρη ταύτισή τους, παρατηροῦνται ἀρκετὲς διαφοροποιήσεις, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται κυρίως στὴν τάση τοῦ Χουρµουζίου γιὰ µία πιὸ λεπτόλογη καταγραφὴ τοῦ µέλους ἀπὸ ὅ,τι ὁ Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος, ἴσως ὡς ἐκ τῆς πρωτοψαλτικῆς θέσεώς του, ἀκολουθεῖ ἐντελῶς συντηρητικὴ γραµµή 47. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσµα οἱ ἐξηγήσεις τοῦ Χουρµουζίου νὰ παρουσιάζουν µεγαλύτερη εὐκαµψία καὶ νὰ προσεγ-γίζουν περισσότερο τὴν ἔκφραση τῆς εὐρύτερα ρέουσας ψαλτικῆς πράξης. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει αὐτὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις παρουσιάζεται στὶς ἀναλύσεις πιὸ µελισµατικὸς καὶ παραστατικὸς ὡς πρὸς τὴν ἀπόδοση θέσεων, συµπλοκῶν καὶ χαρακτήρων . Ἔτσι βλέπουµε π.χ. νὰ ἀναλύει:
ἔτσι ( ΕΒΕ-ΜΠΤ 712)
καὶ νὰ διαφοροποιεῖται στὴν τοποθέτηση τῶν φθόγγων καὶ συλλαβῶν ἀντὶ τοῦ Γρηγορίου (ΕΒΕ –ΜΠΤ 744)
καὶ νὰ διαφοροποιεῖται στὴν τοποθέτηση τῶν φθόγγων καὶ συλλαβῶν ἀντὶ τοῦ Γρηγορίου (ΕΒΕ –ΜΠΤ 744)
ἢ νὰ διασκευάζει ἀντί τοῦ Γρηγορίου
(καὶ νῦν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ Ἰνδίκτου. Βλ. ∆οξαστικὰ Π. Πελοποννησίου, Παρίσι 1821, σ .2)
ἔτσι (χφ. Βιβλιοθήκης Κ. Ψάχου ὅ.π.)
ἢ ἀναλύει νὰ ἔνεργειες χαρακτήρων καὶ συµπλοκῶν σὲ πολὺ µεγα-λύτερη συχνότητα ἀπὸ ὅ,τι ὁ Γρηγόριος ὅπως·
Ὁ µελοποιὸς
Παράλληλα µὲ τὸ ἐξηγητικό τοῦ ἔργο ὁ Χουρµούζιος ἀσχολήθηκε µὲ ἐπιτυχία καὶ µὲ τὴ σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν µελῶν, ἐντέχνων κατὰ τὸ πλεῖστον, µέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναδεικνύεται µία ἄλλη διάσταση τῶν ἱκανοτήτων καὶ τῶν γνώσεών του, ἀλλὰ καὶ τῆς θέλησής του γιὰ παραπέρα τεχνικὴ βελτίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, ἀφοῦ αὐτὰ ξεπερνοῦν ὡς συνθέσεις κατὰ πολὺ τὸ συνήθη βαθµὸ πλοκῆς καὶ δυσκολίας τῶν µελῶν ποὺ ἦσαν ἐν χρήσει τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ὡς πρὸς τὴ στόχευση τῆς µελοποιίας τοῦ Χουρµου-ζίου µπορεῖ νὰ διακρίνουµε τρεῖς ἑνότητες. Στὴ µία ἀνήκουν τὰ µελοποιήµατα ποὺ προορίζονται γιὰ τὴν καθηµερινὴ καὶ τρέχουσα λειτουργικὴ ἀναγκαιότητα. Ἀναφέροµαι στὴ συµπλήρωση τοῦ Ἀναστασιµαταρίου τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου καὶ στὴ γραφτὴ ἀποτύπωση τῶν ἰδιοµέλων καὶ τῶν δοξαστικῶν, τῶν ναὶ µὲν Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου, ἀλλὰ κατὰ τὴ δική του ἀπόδοση, καὶ στὸ Νέον Ἀναστασιµατάριον τοῦ 1832 48, ὅπου µὲ ἔκφραση ποὺ προσεγγίζει ἀπόλυτα τὴν προφορικὴ παράδοση τὰ παραδίδει γιὰ κοινὴ καὶ εὔκολη χρήση, µὲ ἐµφανῆ τὴν τάση διαφοροποίησής του γιὰ µελι-σµατικώτερη ἐξήγηση, ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὰ καθαρὰ µετροφωνικὴ ἐξήγηση τοῦ Γρηγορίου. Στὴν ἄλλη κατηγορία, τὰ ἔργα ὅπου ὁ µε-λοποιὸς ἀφήνει τὴν προσωπικὴ δηµιουργική του ἔµπνευση ἐλεύθερη νὰ ἐκφραστεῖ σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο καὶ παραδίδει µέλη ποὺ δίνουν στοὺς ἑρµηνευτὲς τὴ δυνατότητα µεγαλύτερης δεξιοτεχνικῆς ἔκφρασης. Στὴν τρίτη κατηγορία ἀνήκουν τὰ µέλη ποὺ ἔχουν καθαρὰ ἐκπαιδευτικὸ χαρακτῆρα, δηλαδὴ ἀποτελοῦν στὴν οὐσία ἰδιαίτερα ἔντεχνες συνθέσεις γιὰ ἄσκηση τῶν προχωρηµένων κυρί-ως µαθητῶν, µὲ τὴ χρήση συχνῆς ἀλλαγῆς ἤχων, φθορισµῶν, µεταβολῆς τετραχόρδων καὶ πενταχόρδων κ.λ.π.
Γνωστὰ ἔργα τοῦ Χουρµουζίου εἶναι: Ἡ συµπλήρωση –σὲ συνερ-γασία µὲ τὸν Γρηγόριο– ὅσων ἔλειπαν ἀπὸ τὸ Ἀναστασιµατάριο (1820) καὶ τὸ Εἱρµολόγιο (1825) Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου 49, τὸ πλῆρες ∆οξαστάριον τῶν Ἀποστίχων (1834), ὅπου ὁ Χουρµούζιος συνθέτει τὰ δοξαστικὰ κατὰ τὸν ἀργὸ δρόµο, µὲ βάση τὸ ∆οξαστά-ριο τοῦ Ἰακώβου. Ἐπίσης: Ἀνοιξαντάρια ἀργὰ – σύντµηση ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων – (Πανδέκτη, τόµ. Α΄, 1850) καὶ σύντοµα (Ἀγαθαγγέλου Κυριαζίδη, ῝Εν Ἄνθος τῆς καθ’ ἡµᾶς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, Κων/πολη 1896) 50·«Μακάριος ἀνήρ» (Πανδέκτη, ἔ.ἀ.), «Θεοτόκε Παρθένε» –σύντµηση ἐκ τοῦ Μπερεκέτη– (Πανδέκτη ἔ.ἀ)· «Ρόδον τὸ ἀµάραντον», ὀκτάηχο (Ταµεῖον Ἀνθολογίας, τόµ. Β΄ 1834)· «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁµαρτίαις» (Πανδέκτη, ὅ.π.)· Πολυ-ελέοι: «∆οῦλοι Κύριον» ἦχος πλ. ∆,΄ «Λόγον ἀγαθόν» ἦχος λέγετος, «Ἐπὶ τῶν ποταµῶν Βαβυλῶνος» ἦχος γ΄ (Ταµεῖον Ἀνθολογίας, 1824) καὶ ἔτερος «∆οῦλοι Κύριον» ἦχος πλ.β΄, «ἔντεχνος λίαν»(Ἱεροθέου Πολυέλεοι Ἅγιον Ὄρος 1994) «Ἀντίφωνα κατ’ ἦχον ἀργά» (Πανδέκτη, ἔ.ἀ.)· «∆οξολογίαι ἀργαὶ» σὲ διάφορους ἤχους (Πανδέκτη, ἔ.ἀ.)· «Τυπικά» (Πανδέκτη τόµ. Β΄ 1851)· «Κύριε, ἐλέησον» ἀργά (Πανδέκτη, τόµ. ∆΄, 1851)· «Χερουβικὰ κατ’ ἦχον» (Πανδέκτη, ἔ.ἀ.)· «Καταβασίαι ψαλλόµεναι ἀντὶ τοῦ Ἄξιον ἐστίν» (Ἁγίου Ὅρους, Μουσικὸς Θησαυρός, τόµ. Α΄, 1931)· Κοινωνικά «Ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι» ἦχος πλ.δ΄, «Ποτήριον σωτηρίου» ἦχος γ΄ καὶ βαρύς, «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν» ἦχος πλ.β΄ (Πανδέκτη, τόµ. ∆΄, 1851)· τὰ µαθήµατα κατὰ τὸ ἀργὸν παπαδικὸν µέλος «Ὁ θάνατός σου Κύριε», ἦχος πλ. δ΄ (Ἀ-βραὰµ Εὐθυµιάδη, Ὑµνολόγιον φωναῖς αἰσίαις, τόµ. ∆΄) καὶ «Ὁ εὐσχήµων Ἰωσήφ» (ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ καὶ ἄλλα Βουδούρη 51) καὶ ἀσφαλῶς πολλὰ ἄλλα ποὺ δὲν ἔχουν ἐπισηµανθεῖ ἀκόµα.
Ὁ ἐκδότης
Ὁ Χουρµούζιος δραστηριοποιήθηκε καὶ ὡς ἐκδότης καὶ ἐπιµελητὴς ἐκδόσεων. Καρπὸς τῆς δραστηριότητάς του στὸν τοµέα αὐτὸν ὑπῆρξαν: Τὸ δίτοµο Ταµεῖον Ἀνθολογίας, Κων/πολις 1824 52, τὸ Εἱρµολόγιον τῶν Καταβασιῶν Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου, Κων/πολις 1825, µὲ τὸ ὁποῖο συνεξέδωσε καὶ τὸ Σύντοµον Εἱρµολόγιον Πέτρου τοῦ Βυζαντίου, ἡ Συλλογὴ ἰδιοµέλων καὶ ἀπολυτικίων Μανουὴλ τοῦ Πρωτοψάλτου, Κων/πολις 1831, τὸ Νέον Ἀναστασιµατάριον, Κων/πολις 1832 53. Ἐπίσης ἐπιµελήθηκε τὴ µεταγραφὴ καὶ ἔκδοση τῆς Ἀνθολογίας ἐξωτερικῆς µουσικῆς Εὐτέρπη, Κων/πολις 1830.
Ὁ ∆άσκαλος καὶ θεωρητικός
Ὁ Χουρµούζιος, «ψάλτης φανατικὸς καὶ µὲ ἐκκλησιαστικὴν µουσικὴν συνείδησιν», ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διδασκαλία του στὴ σχολὴ τῆς Νέας Μεθόδου µαρτυρεῖται ὅτι δίδαξε «καὶ εἰς ἄλλους ἀκροασαµένους αὐτὸν κατ’ οἶκον». Ἀπὸ τοὺς «κατ’ οἶκον» διδαχθέντες µαθητές του ὑπῆρξαν καὶ ἐπώνυµοι: Σωτήριος Βλαχόπουλος, Στέφανος ὁ Βυζάντιος, Θεόδωρος Ἀριστοκλής, Θεοτόκης Βατοπεδινός, Σιγάλας Ἀντώνιος, καὶ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς 54. Πάνω ὅµως ἀπὸ ὅλους ὁ περιώνυµος Θεόδωρος Φωκαεύς, ὁ ὁποῖος µετὰ τὸ θάνατο τοῦ δασκάλου στὴ Νέα Μέθοδο, τοῦ Γρηγορίου, ποὺ τὸν εἶχε µάλιστα φιλοξενήσει καὶ στὸ σπίτι του, προσκολλήθηκε στὸν Χουρµούζιο –συνέψαλε καὶ γιὰ ἕξη χρόνια µαζί του ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ ἀνάλογιο–, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ὠφελήθηκε τὰ µέγιστα. Καὶ τοῦτο, γιατὶ σ’ αὐτὸν ὀφείλει κατὰτὸ µεγαλύτερο µέρος, τὴ µετέπειτα φήµη του ὡς ἐκδότου, ἀφοῦ τὶς πρῶτες ἐκδόσεις του τὶς πραγµατοποίησε µὲ τὴ βοήθεια, τὴν ἐπιστασία καὶ τὸ κῦρος τοῦ Χουρµουζίου. Ἐκτὸς δὲ αὐτοῦ καὶ ὡς θεωρητικὸς στηρίχθηκε οὐσιαστικὰ στὸν Χουρµούζιο, δεδοµένου ὅτι ἡ Κρηπίς 55 του ἀποτελεῖ κατὰ τὸ µεγαλύτερο µέρος της ἀντιγραφὴ τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ Χουρµουζίου, ἂν δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια, ἡ µέχρι σήµερα µὴ ἐπισηµασµένη ἐκτενέστερη θεωρητικὴ ἐργασία τοῦ Χουρµουζίου 56.
Ἀπὸ τὴν ὅλη ἐξέταση γενικότερα τοῦ ἔργου τοῦ Χουρµουζίου προκύπτει ὅτι στὰ πλαίσια τῆς ἄσκησης τοῦ διδασκαλικοῦ του ἔργου προσπάθησε µεθοδικὰ ὄχι µόνο νὰ ἁπλοποιήσει τὴ διδασκαλία του, προκειµένου ἡ ἐκµάθηση τῆς µουσικῆς νὰ γίνει πρακτικὰ πιὸ εὔκολη, ἀλλὰ καὶ νὰ προχωρήσει στὴν πλήρη ἀποκρυστάλλωση τῶν θεωρητικῶν καὶ ἄλλων στοιχείων ποὺ ἀπαρτίζουν τὴ Νέα Μέθοδο. Ἡ ἐπιδίωξή του αὐτὴ ἀποτυπώνεται σα-φῶς µέσα ἀπὸ τὸ ἐκλαϊκευµένο, κατὰ ἕνα τρόπο, Ἀναστασιµατάριό του, τῆς ἔκδοσης τοῦ 1832 57, τὴν γιὰ πρώτη φορὰ σύνταξη κανόνων ὀρθογραφίας τῆς Νέας Μεθόδου, καθὼς καὶ τὴ «συγκρότηση» Θεωρητικοῦ –«Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς κατὰ τὴν νέαν τῆς µουσικῆς µέθοδον, συντεθεῖσα µὲν παρὰ Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Μαδύτων, ἐπιδιορθωθεῖσα εἰς πολλὰ ἐλλείποντα δὲ καὶ µεταφρασθεῖσα εἰς τὸ ἁπλούστερον παρὰ Χουρµουζίου Χαρτοφύλακος τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἑνὸς τῶν ἐφευρετῶν τοῦ εἰρηµένου συστήµατος»–, ποὺ καὶ µόνο ἀπὸ τὸν τίτλο του δηλώνει τὴν προθέση τοῦ συντάκτη του.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τοὺς κανόνες ὀρθογραφίας δὲν µᾶς διασώθηκε κανένα εἰδικό του κείµενο ποὺ νὰ τοὺς περιέχει, ὅµως ὁ ἴδιος ἀναφέρεται σαφῶς γιὰ τὴ σύνταξή τους στὸν κολοφῶνα τοῦ χειρογράφου του ΕΒΕ-ΜΠΤ 705, τὸν µῆνα ∆εκέµβριο τοῦ 1829, ὅπου γράφει: «∆ιότι εἰς τὴν ἐξήγησιν ἐκφώνησε κανόνας / ὀρθογραφίας ἱκανοὺς καὶ ἄλλα κατὰ µόνας». Αὐτοὶ ἴσως θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν, στὸ σύνολό τους, µέσα ἀπὸ τὶς σχετικὲς σελίδες τῆς «Κρηπίδας» τοῦ Φωκαέα 58, ὁ ὁποῖος σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ ὅπως προανέφερα, σίγουρα κατατρύγησε καὶ τὸ Θεωρητικὸ τοῦ Χουρµουζίου 59.
Ὡς πρὸς τὸ θεωρητικό του, αὐτὸ στὴν οὐσία εἶναι τὸ µικρὸ θεωρητικὸ τοῦ Χρυσάνθου 60, τὸ ὁποῖο χρησιµοποιήθηκε προφανῶς µὲ τὴν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τῆς σχολῆς τῆς Νέας Μεθόδου γιὰ τὴν ἄµεση κάλυψη τῶν ἀναγκῶν διδασκαλίας σ’ αὐτήν. Κατὰ τὴ χρήση τοῦ θεωρητικοῦ αὐτοῦ ὁ Χουρµούζιος διαπίστωσε, ὡς πρωτόλειο ποὺ ἦταν, ὁρισµένες ἀσάφειες καὶ ἐλλείψεις καὶ θέλησε νὰ ἐπιφέρει σ’ αὐτὸ διορθώσεις καὶ συµπληρώσεις, καὶ νὰ ἁπλουστεύσει τὴ γλωσσική του διατύπωση. Ἔτσι παρέδωσε τὸ 1829 «δικό» του θεωρητικό, ὡς ἐργασία «συντεθεῖσα µὲν παρὰ Χρυσάν-θου... ἐπιδιορθωθεῖσα –ὅµως– εἰς πολλὰ ἐλλείποντα καὶ µεταφρασθεῖσα εἰς τὸ ἁπλούστερον» ἀπὸ τὸν ἴδιο, στὴν ὁποία σύµφωνα µὲ τὸν Γιαννόπουλο ποὺ µελέτησε τοὺς ἕξη γνωστοὺς σῳζόµενους αὐτόγραφους κώδικες ποὺ τὴν περιέχουν, συναντοῦµε, σὲ σχέση µὲ τοῦ Χρυσάνθου καὶ µεταξύ τους, «πολλὲς προσθῆκες φράσεων, µουσικῶν παραδειγµάτων, πινάκων καὶ ὁλοκλήρων παραγράφων κάποιες φορές, –καὶ παρατηροῦνται– πολὺ πιὸ ἁπλὲς φράσεις, λέξεις, τύποι ρηµάτων καὶ σὲ πολλὰ σηµεῖα ἁπλούστερη σύνταξη τῶν προτάσεων ποὺ ἀπαρτίζουν τὰ κεφάλαια» της 61. Μὲ βάση τὰ παραπάνω ἀλλὰ καὶ µὲ τὴ διαπίστωση ὅτι ὁ Χουρµούζιος προκειµένου νὰ δώσει πρακτικὲς λύσεις στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ µέλους, ἀναζητᾶ καὶ καταθέτει στὸ θεωρητικό του πιὸ σαφεῖς διατυπώσεις καὶ ἀκριβέστερους θεωρητικοὺς ὑπολογισµούς, µποροῦµε νὰ ποῦµε ὅτι ἡ συµβολὴ τοῦ µεγάλου αὐτοῦ δασκάλου ὑπῆρξε ἀπόλυτα καθοριστικὴ καὶ καταλυτικὴ καὶ γιὰ τὸ θεωρητικὸ µέρος τῆς µουσικῆς τῆς Ἐκκλησίας µας.
Κατόπιν ὁλων αὐτῶν, θεωρῶ ἀπόδοση τιµῆς πρὸς τὸν ∆ιδάσκαλο, καὶ σηµαντικότατη προσφορὰ στὴ µελέτη καὶ τὴν ἔρευνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς µας µουσικῆς τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἡγουµενοσυµβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ἐκδοτικῆς σειρᾶς Βατοπαιδινὴ Μουσικὴ Βίβλος-Μουσικολογικὰ Μελετήµατα, µὲ τὴν ἔκδοση τοῦ κείµενου τῆς Εἰσαγωγῆς «ἐξ ἀνεκδότου αὐτογράφου τοῦ Χουρµουζίου, τὸ ὁποῖον θὰ ἐµπεριέχεται καὶ φωτογραφηµένον εἰς ψηφιακὸν δίσκον» 62, σχολιασµένο µουσικολογικά, ἀπὸ τὸν επιµελητή τῆς ἔκδοσης δρ. Γε-ωργίο Κωνσταντίνου.Τὸ γεγονὸς ἐξάλλου ὅτι θὰ συνοδεύεται ἐπὶ πλέον καὶ ἀπὸ δίσκο ἀκτίνας dvd µὲ ἠχητικὸ ὑλικὸ ὅπου «ερµη-νεύουν µέλη ἐκ τοῦ συνθετικοῦ ἔργου τοῦ Χουρµουζίου ὀφφικιάλοι Πρωτοψάλται καὶ Μουσικοδιδάσκαλοι τῆς Θεσσαλονίκης»,καθιστᾶ τὴν ἔκδοση ἰδιαίτερα χρήσιµη καὶ ἐνδιαφέρουσα.
Ἔγραψα στὴν Κάλυµνο
Γεώργιος ᾿Ι. Χατζηθεοδώρου
στὶς 16-10- 2008
Ἄρχων Μαΐστωρ Μ.Χ.Ε.
______________________________
1. Ἐνδιαφέρουσες Πατριαρχικὲς ∆ιακηρύξεις καὶ Ἀπανταχοῦσες, καθὼς καὶ ἄλλες σχετικὲς πληροφορίες, βλ. Γρηγόρη Στάθη, «Τὰ πρωτόγραφα τῆς ἐξηγήσεως στὴ Νέα Μέθοδο», στὸν τόµο Τιµὴ πρὸς τὸν ∆ιδάσκαλον, Ἀθήνα 2001, σ. 696-702.
2. Μανουὴλ Γεδεών, «Μουσικὴ σχολὴ Κ/πόλεως, 1815», στὸ Πατριαρχικαὶ ἐφηµερίδες. Εἰδήσεις ἐκ τῆς ἡµετέρας ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, 1500-1913, Ἀθήναι 1936-1938, σ. 379.
3. Προφανῶς, γιὰ νὰ γράφει «κατ’ αὐτάς», ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ στὰ τέλη τοῦ 1814 ἠ τὶς πρῶτες ἡµέρες του 1815-προσωπικά πιστεύω την πρώτη ηµεροµη-νία.».
4. «Οὗτοι πρὸ ἓξ ἤδη ἐτῶν συσκεφθέντες φιλοσόφως µεταξύ των καὶ µεταρ-ρυθµίσαντες τὴν Μουσικὴν εἰς τὸ µεθοδικώτερον διὰ προσθέσεως τῶν ἀναγκαίων καὶ ἀφαιρέσεως τῶν περιττῶν καὶ ἐξοµαλίσαντες τὴν πρὶν ἀκανόνιστον ταύτην τέχνην, ἐκατόρθωσαν µέγα τῳόντι ἔργον, τὸ ὁποῖον θέλει ἀπαθανατίσει τὰ σεβάσµια ὀνόµατά των εἰς τὰς ἐπερχοµένας γενεὰς καὶ θέλει τοὺς πλέξει ἀµαράντους ἐγκωµίων στεφάνους». Βλ. Πέτρου Ἐφεσίου «Φιλόµουσοι ὁµογενεῖς», στὸ Νέον Ἀναστασιµατάριον, Βουκορέστιον 1820. Γιὰ τὴν ἔκδοση βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλίογραφία τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, ἔκδ. ῾Ιδρυµατος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1998, σ.28 καὶ 57, ἀριθ. 1.
5. Στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Κ. Ψάχου ὑπάρχουν δύο χειρόγραφα, τὸ ἕνα συγκείµενο ἀπὸ 131 φύλλα καὶ µὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Καταβασίαι ∆εσποτικῶν καὶ θεοµητορικῶν ἑορτῶν, συντεθεῖσα[sic] µὲν παρὰ τοῦ µουσικολογιωτάτου κ. Πέτρου Λαµπαδαρίου τοῦ Λακεδαίµονος, τῷ δὲ ͵α ω ι α΄ ὑπὸ Χρυσάνθου τὰ χρονικὰ µέτρα διαιρεθεῖσαι», καὶ τὸ ἄλλο συγκείµενο ἀπὸ 335 φύλλα καὶ µὲ τὴν ἐπιγραφὴ «∆οξαστικάριον τονισθὲν µὲν ὑπὸ Πέτρου τοῦ Λακεδαίµονος, ἐν ᾧ παρενείρησαν καὶ τὰ τῶν ἐπισήµων ἑορτῶν ∆οξαστικὰ Ἰακώβου τοῦ Πρωτοψάλτου, ἀναγραφὲν δὲ κατὰ τὸ σύστηµα Χρυσάνθου τῷ ͵α ω ι β΄ ἔτει σωτηρίῳ ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ χάριν τῶν αὐτῶν µαθητιώντων», τῶν ὁποίων ἡ γραφὴ –ὅπως διαπίστωσα ἀπὸ αὐτοψία– εἶναι σχεδόν, ἰδίως τοῦ πρώτου, ἡ σηµερινή (πλήρως ἀναλυτικὰ µουσικὰ σχήµατα, ρυθµικὲς διαιρέσεις ποὺ σηµειώνονται µὲ κάθετες ἐρυθρὲς διαστολές, χρήση γοργοῦ, κλάσµατος, συνεχοῦς ἐλαφροῦ, συµπλοκῆς ὀλίγου-κεντηµάτων, κεντηµάτων ὀλίγου κ.λπ. Σχετ. βλ. Γεωργίου ᾿Ι. Χατζηθεοδώρου, «Μουσικὴ βιβλιοθήκη χειρογράφων Ψάχου», Βιβλιοφιλικὰ Νέα, 1991 – παράρτηµα τοῦ περιοδικοῦ Βιβλιοφιλία).Ἐπισηµαίνω καὶ ἕνα τρίτο ἰδιόχειρο χφ. τοῦ Χρυσάνθου, µὲ ἔτος γραφῆς 1807. Πρόκειται γιὰ τὸ σύντοµο εἰρµολόγιο Πέτρου τοῦ Βυζαντίου, ὅµως ἀκριβῶς µὲ τὴ γραφὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Πέτρου (Παρίσι Ἐθν.Βιβλ. Suppl. gr. 1047). Ἐδῶ σηµειώνω ὅτι ἔχει ὑπερτονισθεῖ –ἴσως γιὰ λόγους ὅπως· Γρηγόριος = Πρωτοψάλτης, ἐξηγητής, µελοποιός· Χουρµούζιος = ἐξηγητής, δάσκαλος, ψάλτης, µελοποιός– ἡ συµβολὴ τῶν δύο παραπάνω ∆ιδασκάλων, ὡς πρὸς τὴν «ἐπινόηση» τῆς Νέας Μεθόδου. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι αὐτὴ ἀνήκει κατὰ κύριο λόγο στὸν Χρυσάνθο — εἶναι γνωστὸ ἄλλωστε ὅτι ἡ Νέα Μέθοδος ἀποκαλεῖται Χρυσανθικὴ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ξένους µελετητὲς καὶ ἐρευνητές. Σχετικὰ βλ. Κωνστ. ∆. Παπαδηµητρίου, «Πρόλογο» στὴ δεύτερη ἔκδοση τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ Χρυσάνθου, Ἀθήνα 1940. Μανόλη Κ. Χατζηγιακουµῆ, Χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, Ἀθήνα 1980, σσ. 56-57. (Πρβ. καὶ Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, «Εἰσαγωγή» στὴν τρίτη ἔκδοση τοῦ Μεγάλου Θε-ωρητικοῦ τοῦ Χρυσάνθου, ἔκδ. Κ. Σπανοῦ, Ἀθήνα 1976-77).
6. Ἀντωνίου Ἀλυγιζάκη, Ἡ Ὀκταηχία στὴν ἑλληνικὴ λειτουργικὴ ὑµνογραφία, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 193 κ.ἑ.
7. Παναγιώτη Γ. Πελοπίδη, «Πρόλογος» στὸ Χρυσάνθου, Θεωρητικὸν Μέγα τῆς Μουσικῆς, Ἐν Τεριέστῃ 1832.
8. Χρυσάνθου, Θεωρητικὸν Μέγα, ἔ.ἀ. σ. LVI.
9. «Καταπεισθεῖσα δὲ ἡ Σύνοδος… ἐθέσπισεν ἵνα ὁ µὲν Γρηγόριος ὁ Λαµπαδάριος καὶ Χουρµούζιος Γεωργίου παραδίδωσι τὸ Πρακτικὸν µέρος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, ὁ δὲ Ἀρχιµανδρίτης Χρύσανθος τὸ Θεωρητικὸν µέρος αὐτῆς». Βλ. Παναγιώτη Πελοπίδη «Πρόλογος», ὅ.π., σ. Ϛ΄ στὴν ὑποσηµείωση.
10. Παναγιώτη Πελοπίδη, «Πρόλογος», ὅ.π. σ. Ϛ΄.
11. Παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις ἢ καὶ τὶς ἀντιρρήσεις ποὺ ἔχουν καὶ διατυπώνουν µερικοὶ ὡς πρὸς τὴν ἀκρίβεια, σπουδαιότητα, ἀκόµα καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς µεταρρύθµισης τῶν τριῶν ∆ιδασκάλων, καὶ µόνο ἐκ τοῦ λόγου τῆς µεγάλης εὐκόλυνσης στὴ µάθησή της ὑπῆρξε ὄχι µόνο εὐργετική, ἀλλὰ καὶ καθοριστικὴ γιὰ τὸ µέλλον τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὰ µέσα τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἑξῆς ὑπῆρξαν ἐντονότατες πιέσεις ἀποβολῆς της ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες καὶ εἰσαγωγῆς εὐρωπαϊκῆς µουσικῆς. ῾Οπότε εἶναι ἄγνωστο τί θὰ συνέβαινε, ἐὰν ἐξακολουθοῦσε νὰ χρησιµοποιεῖται τὸ παλαιὸ ἀσαφὲς καὶ δυσχερέστατο στὴν ἐκµάθησή του σύστηµα γραφῆς, καθὼς καὶ ἡ σχεδὸν ἀκαθόρι-στη µέχρι τότε θεωρητικὴ ἀποτύπωση καὶ κατοχύρωση τῆς βυζαντινῆς µουσικῆς.
12. Γιὰ τὶς παλιότερες ἀναφορές, βλ. κατ’ ἀρχὴν τὰ ὅσα γράφουν ὁ ᾿Α. Θάµυρης στὴν «Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς» τοῦ Χρυσάνθου, Παρίσι 1821, σ. ε΄-ιβ΄, καὶ ὁ Παναγιώτης Πελοπί-δης στὸν «Πρόλογό» του, ὅ.π. Ἐπίσης καὶ Θεοδώρου Ἀριστοκλέους, Κωνσταντίου Α΄ τοῦ ἀπὸ Σιναίου ἀοιδίµου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Βυζαντίου. Βιογραφία καὶ συγγραφαὶ ἐλάσσονες, Κωνσταντινούπολη 1866· Γεωργίου Παπαδοπούλου, Συµβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς παρ’ ἡµῖν ἐκκλησιαστκῆς µουσικῆς, Ἀθήνα 1890· τοῦ ἰδίου, Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς, Ἀθήνα 1904· Κωνσταντίνου Ψάχου, Ἡ παρασηµαντικὴ τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς, Ἀθήνα 1917 καὶ 1978 (ἐπιµέλεια εἰσαγωγὴ καὶ βιογραφία τοῦ Ψάχου ἀπὸ τὸν Γ. Χα-τζηθεοδώρου), κ.ἄ. Γιὰ τὴ νεότερη, περὶ τῆς τῆς Νέας µεθόδου καὶ τοὺς πρωταγωνιστές της βιβλιογραφία, βλ. συγκέντρωση τῆς σπουδαιότερης στὰ δύο ἄρθρα τοῦ Γρ. Στάθη «Βυζαντινὴ Μουσικὴ» καὶ «Μεταβυζαντινὴ Μουσική», στοὺς τόµους τοῦ ἐκδοτικοῦ ὀργανισµοῦ ΠΑΠΥΡΟΣ ΕΛΛΑΣ Α΄, σσ. 557-559, καὶ ΕΛΛΑΣ Β΄, σσ. 55-56 ἀντίστοιχα.
13. Αὐτὲς «περιέχουν κωδικοποιηµένη ὅλη σχεδὸν τὴν παλαιὰ καὶ νέα µουσικὴ δηµιουργία ποὺ ἡ παράδοση καὶ ἡ χρήση εἶχαν διατηρήσει ὣς τὴν ἐποχή του». Βλ. Μανόλη Κ. Χατζηγιακουµῆ, Μουσικὰ χειρόγραφα Τουρκοκρατίας, Ἀθήνα 1975, σ. 389.
14. Βλ. Ἀγγέλου Βουδούρη, Μουσικολογικὰ ἀποµνηµονεύµατα καὶ Μουσικοκριτικά, τόµοι 17, 18, ἔκδ. Εὐρωπαϊκοῦ Κέντρου Τέχνης, Ἀθήνα 1998.
14. Βλ. Ἀγγέλου Βουδούρη, Μουσικολογικὰ ἀποµνηµονεύµατα καὶ Μουσικοκριτικά, τόµοι 17, 18, ἔκδ. Εὐρωπαϊκοῦ Κέντρου Τέχνης, Ἀθήνα 1998.
15. Ὁ Ἄγγελος Βουδούρης χρηµάτισε Α΄ δοµέστικος στὸν πατριαρχικὸ ναὸ ἐπὶ Ἰακώβου πρωτοψάλτου τοῦ Ναυπλιώτη, καὶ οἱ ἀπόψεις του, πέραν τῆς ἀδυναµίας τους ἀπὸ µουσικολογικῆς ἀπόψεως, εἶναι ἐντελῶς µεροληπτικὲς ὑπὲρ τῶν πατριαρχικῶν ψαλτῶν καὶ τῆς παράδοσής τους –τοὺς θεωρεῖ ἐξ ὀφφικίου αὐθεντίες καὶ µοναδικὴ πηγὴ γνώσεων καὶ πληροφοριῶν–, µὲ ἀποτέλεσµα πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς νὰ µὴν ἀποτελοῦν ἀντικειµενικὴ καὶ σοβαρὴ πηγὴ πληροφοριῶν.
16. Βλ. Θεοδώρου Ἀριστοκλέους, Κωνσταντίου τοῦ Α΄, ὅ.π., σσ. 62-63.
17. Ὁ ∆ιονύσιος Ν. Μ. Ἀνατολικιώτης τοποθετεῖ τὴ γέννησή του, ἐξ εἰκασίας µᾶλλον ποὺ ἴσως νὰ µὴν ἀπέχει ἀπὸ τὴν πραγµατικότητα, µεταξὺ τῶν ἐτῶν 1755-1765. Βλ. ὅ.π., σ. 14.
18. Βλ. Παναγιώτη Πελοπίδη, «Πρόλογος», ὅ.π., σ. ε΄. Περιέργως δὲν ἀναφέρεται τὸ Χαρτοφύλαξ, ἐνῷ ὁ χρόνος συγγραφῆς τοῦ προλόγου τοῦ Πελοπίδη εἶναι τὸ 1832! Πρβλ. καὶ Γρ. Στάθη, Οἱ ἀναγραµµατισµοὶ καὶ τὰ µαθήµατα τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς µελοποιίας, Ἀθῆνα 1979, σ. 57, ὑποσ. 3.
19. Βλ. Θεοδ. Ἀριστοκλέους ὅ.π., σ. 62. Τὴν πληροφορία ἐπαναλαµβάνει καὶ ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος στὸ Συµβολαί, ὅ.π., σ. 331, καὶ Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις ὅ.π., σ. 132.
20. Χρυσάνθου, Θεωρητικὸν Μέγα, ὅ.π., σ. XLII.
21. Βλ. Λόγιος Ἑρµῆς 1819 καὶ στὸν «Πρόλογο» τοῦ Ἀναστασιµαταρίου, ἔκδ. 1820 (πρβλ. καὶ Ἐµµανουὴλ Στ. Γιαννόπουλου, Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς (Θεσσαλονίκη 2002, 2007,σ.9), ὅπου καὶ ἀναγράφεται στὸν τίτλο· Φιλίππου Οἰκονόµου, Βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ µουσικὴ καὶ ψαλµῳδία, τόµος Α΄, Αἴγιο 1992, σ.74 καὶ ἀλλοῦ).
22. Γεωργίου Παπαδοπούλου, Λεξικὸν τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς, Ἀθῆναι 1995, σ. 238.
23. Μανουὴλ Γεδεών, Μνεία τῶν πρὸ ἐµοῦ, Ἀθῆναι 1934 σ. 56. Ἐπίσης στὴ σ. 7 τοῦ ἰδίου βιβλίου βλ. περὶ τοῦ τίτλου-ἀξιώµατος τοῦ Χαρτοφύλακα. ῾Ο Πα-ναγιώτης Πελοπίδης ἀναφέρει τὸ 1819 ὡς ἑξῆς: «Οἱ τρεῖς οὗτοι διδάσκαλοι, ὅταν ἀνεφάνησαν ἐφευρεταὶ ταύτης τῆς νέας Μεθόδου κατὰ τοὺς 1814, δὲν εἶχον τοιαῦτα ἀξιώµατα, ἀλλ’ ὁ µὲν κύριος Χρύσανθος ἦτον Ἀρχιµαδρίτης, ὁ δὲ Γρηγόριος Λαµπαδάριος, κατὰ δὲ τοὺς 1819 ὁ µὲν Χρύσανθος ἠξιώθη τοῦ Ἀρχιερατικοῦ βαθµοῦ· ὁ δὲ Γρηγόριος διεδέχθη τὸν µακαρίτην Μανωλάκην τὸν Πρωτοψάλτην, καὶ ἔγινε Πρωτοψάλτης κατὰ τὴν τάξιν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας· εἰς δὲ τὸν κύριον Χουρµούζιον ἐδόθη τὸ ἀξίωµα τοῦ Χαρτοφύλακος». Βλ. «Πρό-λογος», ὁ.π., σ. Ϛ΄ στὴν ὑποσηµείωση.
24.Θεοδώρου Ἀριστοκλέους, Κωνσταντίου Α΄, ὅ.π.σ.62
25. Γεωργίου Παπαδοπούλου, Συµβολαί, ὅ.π. σ. 331.
26. Βλ. Ἐµµανουὴλ Γιαννόπουλου, Εἰσαγωγή, ὅ.π., σ. 15.
27.Ὁ Ἄγγελος Βουδούρης ἀναφέρει τὸ νησὶ Ἀντιγόνη µὲ τὰ ἑξῆς: «ἐγγίζοντος τοῦ τέλους αὐτοῦ ὁ διδάσκαλος Χουρµούζιος µετέβη εἰς τὴν νῆσον Ἀντιγόνην, ὅπου διέµενον οἱ οἰκεῖοι αὐτοῦ· ἐκεῖ ἀπέθανε τῷ 1840 πενέστατος· ἐκηδεύθη ἐν τῷ ἱερῷ ναῶ τῆς νήσου, ὅπου καὶ ἐτάφη». Βλ. Μουσι-λογικά, ὅ.π. σ. 331 §18, καὶ στὴν ὑποσηµείωση 3 τῆς ἴδιας σελίδας· «Περὶ τοῦ τάφου τοῦ διδασκάλου Χουρµουζίου ἔχω πληροφορηθῆ τοῦτο· ὅτι ὀ τάφος αὐτοῦ ὑπῆρχε ἐν τῇ νήσῳ Ἀντιγόνῃ κείµενος ἐπὶ τοῦ λόφου τῆς ἐκεῖ ἄλλοτε µικρᾶς µονῆς τοῦ Θεοκορυφώτου. Πρὸ τριακονταετίας [γράφει τὸ 1943] ὁ περὶ τὸν τάφον ἐκεῖνον χῶρος περιωρίσθη καταλλήλως ὑπὸ τῆς ἐγγονῆς τοῦ διδασκάλου ὀνοµαζοµένης Φωτεινῆς Χουρµουζιάδου, συζύγου γενοµένης τοῦ µακαρίτου Ἀνδρέου Σπαθάρη, καθηγητοῦ τῆς Μεγάλης τοῦ γένους Σχολῆς» (Πρβ. ∆. ᾿Ανατολικιώτη, ὅ.π. σ. 43).
28.Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ συµετοχή του στὴν ὁµάδα τῶν «ἐφευρετῶν» τῆς Νέας Μεθόδου, ἴσως λόγῳ χαρακτήρα ἤ συνθηκῶν,γνωστοῦ ὅντος ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι µὲ µεγάλες δυνατότητες πού όµως, λόγω ἀτολµίας καὶ µετριοφροσύνης ἤ ἀκόµα λόγω τόπου διαµονῆς ή καὶ έλλειψης κύκλου γνωριµιῶν,δεν προβάλλονται όσο άξίζουν-, δὲν ἦταν ἦταν εὐρύτερα γνωστός, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι οἱ ἄλλοι δύο ∆ιδάσκαλοι γνώριζαν πολὺ καλὰ τὶς δυνατότη-τες, τὶς γνώσεις καὶ τὶς ἀπόψεις του καὶ τὸν συµπεριέλαβαν στὴν ὁµάδα τους, ἐνῷ παρέλειψαν νὰ καλέσουν ἄλλους πολὺ πιὸ γνωστούς.
29. «...διότι κατ’ αὐτὸ τὸ ἔτος [1820] ὁ µὲν κύριος Χρύσανθος µετέβη εἰς τὴν ἐπαρχίαν του τὸ ∆ιρράχιον νὰ ποιµάνῃ τὸ ὁποῖον τῷ ἐνεπιστεύθη ποίµνιον» (Βλ. Χρυσάνθου, Θεωρητικὸν Μέγα, ὅ.π., σ. Ϛ΄ καὶ η΄). Τὴν πληρο-φορία ἐπαναλαµβάνει καὶ ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος (βλ. Συµβολαί, ὅ.π., σ. 373· Ἱστορικὴ Ἐπισκόπησις, ὅ.π., σ. 232, καὶ Λεξικόν, ὅ.π., σ. 246). Ἐνῷ ὁ Μανόλης Χατζηγιακουµῆς δέχεται τὸ 1821, χωρὶς ὅµως νὰ προσδιορίζει πηγή (βλ. Χειρόγραφα, ὅ.π., σ. 100, ὑποσ. 327).
30. Ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Γρηγορίου µᾶς ἔχουν παραδοθεῖ τρεῖς ἡµεροµηνίες· τὸ 1820 (Παναγιώτης Πελοπίδης, «Πρόλογος», ὅ.π., σ. η΄), τὸ 1821 (ἔτος ἀνάληψης τῆς πρωτοψαλτίας ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Βυζάντιο), βλ. Θεοδ. Ἀριστοκλέους, ὅ.π., σ. 65· πάντως ὁ ἴδιος δίνει καὶ τὸ 1822 ὡς ἔτος θανάτου τοῦ Γρηγορίου (βλ. ἔ.ἀ., σ. 62)· τὸ 1822 δέχονται ἐπίσης ὁ Γ. Παπαδόπουλος (Συµβολαί, ὅ.π., σ. 373), ὁ Κωνσταντῖνος Ψάχος (βλ. Ἡ παρασηµαντικὴ τῆς Βυζαντινῆς µουσικῆς, ἔκδ. β΄, ἐπιµέλεια, εἰσαγωγὴ καὶ βιογραφία τοῦ Κ.Ψάχου ἀπὸ τὸν Γ. Χατζηθεοδώρου, Ἀθήνα 1978, σ. 87, κ.ἄ).Τέλος ὁ Γρ.Στάθης ἀναφέρει-δίχως νὰ προσδιορίζει πηγὴ- ὡς ἡµέρα τοῦ θανάτου του Γρηγορίου, τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1821(βλ.Τά πρωτόγραφα, ὅ.π.σ.701)
31. Ἡ κωδικογραφική του δραστηριότητα ἀρχίζει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν Νέα Μέ- θοδο –σῴζεται αὐτόγραφη χρονολογηµένη Ἀνθολογία τῆς Νέας Παπαδικῆς τοῦ ἔτους 1792 (βλ. Μανόλη Χατζηγιακουµῆ, ὅ.π., σ. 389– καὶ καλύπτει σχεδὸν µία πεντηκονταετία, ἀπὸ τὴν ὁποία τὰ τελευταῖα 25 χρόνια ἀφοροῦν τὶς ἐξηγήσεις του στὴ Νέα Μέθοδο.
31. Ἡ κωδικογραφική του δραστηριότητα ἀρχίζει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν Νέα Μέ- θοδο –σῴζεται αὐτόγραφη χρονολογηµένη Ἀνθολογία τῆς Νέας Παπαδικῆς τοῦ ἔτους 1792 (βλ. Μανόλη Χατζηγιακουµῆ, ὅ.π., σ. 389– καὶ καλύπτει σχεδὸν µία πεντηκονταετία, ἀπὸ τὴν ὁποία τὰ τελευταῖα 25 χρόνια ἀφοροῦν τὶς ἐξηγήσεις του στὴ Νέα Μέθοδο.
32. Οἱ τόµοι αὐτοὶ «ἠγοράσθησαν τῷ 1838 παρὰ Ἀθανασίου τοῦ Πατριάρχου ᾿Ιεροσολύµων, ἔτυχον δὲ φιλοκάλου µερίµνης παρὰ τοῦ Πατριάρχου τῆς Σιὼν Κυρίλλου τοῦ Β΄, ὅστις εἰς ὀλιγωτέρους [34] τόµους συµπήξας, διέταξε νὰ δεθῶσι πολυτελῶς καὶ νὰ τεθῶσιν εἰς τὴν ἐν Φαναρίῳ βιβλιοθήκην τοῦ Παναγίου Τάφου» (βλ. Γεωργίου Παπαδοπούλου, Συµβολαί, ὅ.π., σ. 331), καὶ σήµερα φυλάσσονται στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη Ἑλλάδας µὲ τὰ στοιχεῖα: Κώδικες ΜΤΠ.
33. Βλ. Γρ. Στάθη, Τὰ πρωτόγραφα, ὅ.π., σ. 701.
34. Βλ. ἔ.ἀ.σ.703-707,καὶ Μανόλη Γιανννοπούλου ὅ.π. (2007),σ.18-19.
35. Μ. Χατζηγιακουµῆ, Μνηµεῖα ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, σῶµα δεύτερο Καλοφωνικοὶ εἱρµοί, τόµος πρῶτος, Ἀθήνα 2007, σ. 160.
36. Βλ. Μ. Χατζηγιακουµῆ, Χειρόγραφα, σ. 102, ὑποσ. 357.
37. Βλ. Σωτ. Ν. Καδᾶ, Τὰ σηµειώµατα τῶν χειρογράφων της ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὅρος 2000, σελ. 282, ὅπου ἀναφέρει «Ἐγράφη καὶ ἐπιδιωρθώθη κατὰ τὴν γραµµὴν παρ᾿ ἐµοῦ Χουρµουζίου χαρτοφύλακος, ἑνὸς τῶν ἐφευρετῶν τῆς νέας µεθόδου».
38. ᾿Α. Παπαδόπουλος Κεραµεύς, ᾿Ιεροσολυµιτικὴ Βιβλιοθήκη, τόµ. Α΄, Πε-τρούπολη 1915, σ. 424 καὶ 431-32. Πρβ. καὶ Μ. Χατζηγιακουµῆ, Χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, ὅ.π., σ. 103, ὑποσ. 367· Γρ. Στάθη, «Τὰ πρωτόγρα-φα» στὸ Τιµὴ εἰς τὸν ∆ιδάσκαλον, ὅ.π., σ. 706, ὅπου ἀναφορὰ σὲ χφ. τῆς Μονῆς Ἰβήρων, µὲ ἀρ. 447, γιὰ τὸ παραπάνω ∆οξαστάριο «κατ’ἐξήγηση Χουρµου-ζίου».
39. Πρόκειται γιὰ τὰ ἐκδοθέντα: Νέον Ἀναστασιµατάριον τοῦ 1820 ἀπὸ τὸν Ἐφέσιο στὸ Βουκουρέστι, καὶ Εἰρµολόγιον τῶν καταβασιῶν τοῦ 1825 ἀπὸ τὸν Χουρµούζιο στὴν Κωνσταντινούπολη (Βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ὅ.π., σ. 57 καὶ 64, ἀρ. 1 καὶ 6).
40. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐκδοθὲν τὸ 1820 Σύντοµον ∆οξαστάριον, ἀπὸ τὸν Πέτρο Ἐφέσιο στὸ Βουκουρέστι (βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ἔ.ἀ., σ. 58, ἀρ.2).
41. [1] Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκδοθεῖσα τὸ 1831 Συλλογή ἰδιοµέλων καὶ ἀπολυτικίων, ἀπὸ τοὺς Π. Χαρίση καὶ Θ. Π. Παράσχου Φωκαέα (βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ἔ.ἀ., σ. 66, ἀρ. 8).
42. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐκδοθὲν τὸ 1832 Νέον Ἀναστασιµατάριον, ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Φωκέα (βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ἔ.ἀ. σ. 66-67, ἀρ. 9).
43. Τὰ ἰδιόγραφα αὐτὰ τὰ κατέγραψα τὸ 1976 ἀπὸ τὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Κ. Ψάχου (τµῆµα Β΄, ἀρχεῖο Γρηγορίου), ποὺ τώρα ἔχει ἀποκτηθεῖ καὶ ἀνήκει στὸ Τµῆµα Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστήµιου Ἀθηνῶν. Τὸ πρῶτο ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο χφ. 913+350 σελίδων, καὶ τὸ δεύτερο ἐπίσης ἀπὸ δύο χφ. τῶν 482 σελίδων (περισσότερα βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, «Μουσικὴ βιβλιοθήκη χειρογράφων Ψάχου», ὅ.π., στὴν ὑποσ. 5). Πιὸ γενικὰ γιὰ τὴ βιβλοθήκη αὐτὴ βλ. Γρ. Στάθη «Ἀγορὰ τῆς µουσικῆς βιβλιοθήκης Κ. Α. Ψάχου» στὸν τόµο Τιµὴ πρός..., ὅ.π. σσ. 772-778.
42. Πρόκειται γιὰ τὸ ἐκδοθὲν τὸ 1832 Νέον Ἀναστασιµατάριον, ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Φωκέα (βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ἔ.ἀ. σ. 66-67, ἀρ. 9).
43. Τὰ ἰδιόγραφα αὐτὰ τὰ κατέγραψα τὸ 1976 ἀπὸ τὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Κ. Ψάχου (τµῆµα Β΄, ἀρχεῖο Γρηγορίου), ποὺ τώρα ἔχει ἀποκτηθεῖ καὶ ἀνήκει στὸ Τµῆµα Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστήµιου Ἀθηνῶν. Τὸ πρῶτο ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο χφ. 913+350 σελίδων, καὶ τὸ δεύτερο ἐπίσης ἀπὸ δύο χφ. τῶν 482 σελίδων (περισσότερα βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, «Μουσικὴ βιβλιοθήκη χειρογράφων Ψάχου», ὅ.π., στὴν ὑποσ. 5). Πιὸ γενικὰ γιὰ τὴ βιβλοθήκη αὐτὴ βλ. Γρ. Στάθη «Ἀγορὰ τῆς µουσικῆς βιβλιοθήκης Κ. Α. Ψάχου» στὸν τόµο Τιµὴ πρός..., ὅ.π. σσ. 772-778.
44. Βλ. Μ. Χατζηγιακουµῆ, Χειρόγραφα ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, ὅ.π., σ. 103, σηµ. 370 (πρβ. Γρ. Στάθη, Τὰ χειρόγραφα, τόµ. Β΄, ὅ.π. σ. 39).
45. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ∆ιδασκάλους ὑπῆρξαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐξηγητὲς καὶ κυρίως οἱ µαθητὲς αὐτῶν Πέτρος ὁ Ἐφέσιος καὶ Πέτρος ὁ ῾Αγιοταφίτης, οἱ ῾Αγιορεῖτες ἱεροµόναχοι Ἰωάσαφ ὁ ∆ιονυσιάτης, Ματθαῖος ὁ Βατοπεδινός, Νικόλαος ὁ ∆οχειαρίτης, Θεφάνης ὁ Παντοκρατορινός, ποὺ ἐξήγησαν µέλη τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἐξηγήσει οἱ ∆ιδάσκαλοι (βλ. Γρ. Στάθη, Οἱ Ἀναγραµµατισµοὶ καὶ τὰ µαθήµατα τῆς βυζαντινῆς µελοποιίας, Ἀθήνα 1979, σ. 58, ὑποσ. 30).
46. Βλ. Ἔµ. Γιαννοπούλου, ὅ.π., σ. 15.
47. «...διότι ὁ Γρηγόριος ἔχων ἐπίγνωσιν τοῦ βάρους τῆς πατριαρχικῆς του ταυτότητος παρουσιάζεται λίαν ἐγκρατὴς λιτός τε καὶ δωρικὸς εἰς τὰς ἐξηγήσεις του, τηρῶν τὸ Πατριαρχικὸν ὕφος, ἔναντι τοῦ Χουρµουζίου, ὅστις ἑρµηνεύει µετὰ µείζονος ἐλευθερίας καὶ λυρικότητος» (βλ. Χαραλάµπους Καρακατσάνη «Πρόλογος» στὴ σειρὰ Βυζαντινὴ Ποταµηὶς – Ἅπαντα Πέτρου τοῦ Μπερεκέτου, τόµ. Β΄, Ἀθῆναι 1996).
48. Βλ. χφ Μηνολόγιον βιβλιοθήκης Κ. Ψάχου ὅ.π.
49. Βλ. σχετ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ὅ.π, στὶς σσ. 58, 64, 93, ἀρ. 1, 6, 45 ἀντίστοιχα.
50. ῾Ο Μ. Χατζηγιακουµῆς (Χειρόγραφα, ὅ.π., σ. 104, ὑποσ. 376) δίνει πρώτη ἔκδοσή τους στὸ Νέον Ταµεῖον µουσικῆς Ἀνθολογίας, τόµ. Α΄, Σµύρνη 1862, σσ.35-43, ἀλλὰ ἐκεῖ πρόκειται γιὰ τὰ γνωστὰ Ἀνοιξαντάρια τὰ ἀποδιδόµενα στὸν Φωκαέα.
51. Βλ. Μουσικολογικὰ β΄, ὅ.π.
52. Λανθασµένα ἀναφέρεται ἀπὸ µερικοὺς ὅτι τὸ ἴδιο ἔτος ἐξέδωσε καὶ τὸ Ἀναστασιµατάριον τοῦ Πέτρου ὡς Β΄ ἔκδοση. Τὸ σωστὸ εἶναι τὸ ἔτος 1832· βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ὅ.π. σσ. 66-67, ἀρ. 9.
53. Περὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀναστασιµατρίου βλ. περισσότερα, Γεωργίου Χατζηθεοδώ-ρου «Εἰσαγωγή», στὸ Βιβλιογραφία, ὅ.π., σ. 36, καὶ σ. 67, στὸν ἀρ. 9.
54. «῞Οχι µόνον εἰς µαθητὰς φοιτήσαντας εἰς τὴν µουσικὴν σχολὴν τοῦ γένους ἐδίδαξε τὴν µουσικὴν κατὰ τὴν νέαν γραφήν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλους ἀκροασαµένους αὐτὸν κατ’ οἶκον. Ἐκ τῶν τελευταίων τούτων µαθητῶν αὐτοῦ ὑπῆρξαν ὁ Σωτήριος Βλαχόπουλος ἐκ Ταταούλων, Στέφανος ὁ Βυζάντιος κατόπιν χρηµατίσας λαµπαδάριος τῆς µεγάλης ἐκκλησίας, Θεόδωρος Ἀριστοκλῆς ὁ συγγραφεὺς τῆς βιογραφίας Κωνσταντίνου τοῦ ἀπὸ Σιναίου, Θεοτόκης Βατοπεδηνός, Ἀντώνιος Σιγάλας καὶ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς ἐκ Σάµου». Βλ. Ἀγγέλου Βουδούρη «Μουσικολογικὰ β΄», τόµος 17, σ. 330, §17. Πρβ. ∆ιονυσίου Ν. Μ. Ἀνατολικιώτη, ὅ.π., σ. 42. Ἀπὸ καθῆκον ἀναφέρω καὶ τὸν συµπατριώτη µου, τὸν Καλύµνιο Ἰωάννη Γερασίµου, ὁ ὁποῖος ἐµαθήτευσε στὸν Χουρµούζιο. Ὁ Γερασίµου µετὰ τὸ πέρας τῆς µαθητείας του ἐπανῆλθε στὴν Κάλυµνο, ἔψαλε ὡς πρωτοψάλτης τοῦ καθεδρικοῦ ἱ. ναοῦ Παναγίας τῆς Κεχαριτωµένης καὶ ἐδίδαξε τὴ βυζαντινὴ µουσικὴ κατὰ τὸ νέο σύστηµα στοὺς Καλυµνίους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τότε διατηροῦν ἰσχυρὴ ψαλτικὴ παράδοση, µὲ πολλὰ στοιχεῖα τοῦ παλαιοῦ ψαλτικοῦ πατριαρχικοῦ ὕφους (Ἰάκωβος Ναυπλιώτης). Βλ. σχετικὴ ἀναφορά µου µὲ τίτλο «Ἡ µουσικὴ παράδοση τῆς Καλύµνου» στὸν τόµο Κάλυµνος Ἑλληνορθόδοξος προσδιορισµὸς τοῦ Αἰγαίου, ἔκδ. ῾Ι. Μ. Λέρου-Καλύµνου-Ἀστυπαλαίας, Ἀθήνα 1994, σσ. 109-117.
55. Θεοδώρου παπᾶ Παράσχου Φωκαέως, Κρηπὶς τοῦ θεωρητικοῦ καὶ πρακτικοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσική, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1842 (βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ὅ.π., σσ. 219-220, ἀρ. 231).
56. Ὁ Γεώργιος Παπαδόπουλος κάνει σαφῆ ἀναφορὰ γιὰ τὴν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς ἐργασίας στὸ Συµβολαί, ὅ.π., σ. 331. (Πρβ. καὶ ᾿Εµ. Γιαννόπουλου, Εἰσαγωγή, ὅ.π., σ. 26).
57. Χαρακτηριστικὸ τῆς λαϊκῆς ἔκφρασης καὶ ἀπήχησής του εἶναι ἡ ἐπιβολὴ καὶ διάδοσή του –µέχρι σήµερα αὐτὸ ψάλλεται µὲ τὶς «διορθώσεις» τοῦ πρωτο-ψάλτη Ἰωάννη κ.ἄ.–σὲ βάρος τοῦ Ἀναστασιµαταρίου ἐξήγησης Γρηγορίου, ποὺ ἔχει περιέλθει οὐσιαστικὰ σὲ ἀχρησία.
58. Θ. Π. Π. Φωκαέα, Κρηπίς, ὅ.π.
59. Βλ. ᾿Εµ. Γιαννόπουλου, Εἰσαγωγή, ὅ.π., σσ. 23-29, καὶ Γεωργίου Χα-τζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ὅ.π., σ. 219, ἀρ. 231.
60. Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Μαδύτων, Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς µουσικῆς, ἐν Παρισίοις 1821 (βλ. Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Βιβλιογραφία, ὅ.π., σ. 215-216, ἀρ. 227).
61. Βλ. Ἐµµανουὴλ Γιαννόπουλου, Εἰσαγωγή, ὅ.π., σσ.22 κ.ἑ.
62.Ἱεροσφράσιστο Μοναστηριακὸ Γράµµα ,µὲ ἀριθ.933/20.2.1./13-8-2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιο Ιστολογίου
Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.
Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.
Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.
Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.