Τα Εγκώμια και ο ‘’Επιτάφιος’’ της Θεοτόκου.
Γεωργίου Ζαραβέλα
Θεολόγου
ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Ο Αύγουστος είναι εορτολογικά και λειτουργικά συνυφασμένος με το πρόσωπο της Θεομήτορος, με αποκορύφωμα τον κατ’ έτος εορτασμό της Κοιμήσης της, το λεγόμενο και ως «Πάσχα του καλοκαιριού». Η τιμή προς τη Θεοτόκο γίνεται έκδηλη από το χριστεπώνυμο πλήρωμα, το οποίο προσέρχεται στις ενδιάτακτες ακολουθίες, όπως οι Παρακλητικοί Κανόνες, που τελούνται κάθε απόγευμα, εκτός Σαββάτου, τις πρώτες δεκατρείς ημέρες του μήνα. Στο πλαίσιο της ιδιαίτερης τιμής προς τη Μητέρα του Κυρίου αναπτύχθηκε, σταδιακά, το (παρα)λειτουργικό φαινόμενο της μελώδησης των Εγκωμίων της Θεοτόκου ή/και του στολισμού και περιφοράς του «Επιταφίου» της.
Εγκώμια, όπως μαρτυρά και η ετυμολογία της λέξης, είναι σύντομα τροπάρια, τα οποία εγκωμιάζουν το βίο και τα έργα σημαίνοντος προσώπου. Τα πλέον γνωστά αυτού του είδους είναι εκείνα τα οποία ψάλλονται στον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου (Μ. Παρασκευή εσπέρας στη σύγχρονη ενοριακή πρακτική), με τα οποία υμνείται ο θάνατος και η θεόσωμη ταφή του Χριστού. Κατά μίμηση αυτών των εγκωμίων συντέθηκαν, συν τω χρόνω, νεώτερα μελωδήματα προς τιμή της Θεοτόκου και άλλων αγίων.
Τα Εγκώμια της Θεοτόκου είναι νεώτερη υμνογραφική παραγωγή, σίγουρα μεταγενέστερη του ΙΕ’ αι., οπότε εισήχθησαν στη λατρεία τα Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου του Κυρίου. Μήτρα της παραγωγής των Εγκωμίων της Θεομήτορος φαίνεται να είναι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου η Θεοτόκος έζησε, κοιμήθηκε και τάφηκε. Η διάδοση των θεομητορικών εγκωμίων από τη Σιωνίτιδα στις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες επηρεάστηκε σίγουρα από τον ενστερνισμό λειτουργικών στοιχείων της πρώτης από τις τελευταίες.
Η λειτουργική χρήση των Εγκωμίων της Θεοτόκου αποτελεί ένα σύγχρονο λειτουργικό πρόβλημα. Η τοπική χρήση των εγκωμίων από την ιεροσολυμιτική Εκκλησία, όπου αυτή μπορεί κατ΄ οικονομία να γίνει ανεκτή, διεσπάρη ευρέως στην Ανατολική Εκκλησία. Το φαινόμενο αυτό συμπληρώθηκε από την καινοφανή θέσπιση του «Επιταφίου της Θεοτόκου». Το νέο λατρειακό φαινόμενο συνοψίζεται στη μιμητική αντιγραφή του Επιταφίου Θρήνου του Κυρίου, αλλά αυτή τη φορά με επίκεντρο τη Μητέρα του. Στο μέσο του ναού τίθεται στολισμένο κουβούκλιο, στην επιφάνεια του οποίου τοποθετείται κεντητός επιτάφιος που εικονίζει το άπνουν σώμα της Θεοτόκου ή εικονογραφημένη επιφάνεια στο σχήμα του σώματός Της.
Η δεύτερη πρακτική, δηλαδή ο θεομητορικός επιτάφιος, είναι ακόμα πιο σύγχρονος από τα Εγκώμια και αναπτύχθηκε για την ικανοποίηση της λαϊκής ευσέβειας. Ο Επιτάφιος Θρήνος αρμόζει μόνο στο Σωτήρα, αφού:
α) Η Καινή Διαθήκη μαρτυρά ακριβώς τον τρόπο της Ταφής του Χριστού, ενώ δεν υπάρχουν αντίστοιχες καινοδιαθηκικές, παρά μόνο εξωβιβλικές, μαρτυρίες για την Κοίμηση της Θεοτόκου.
β) Στην περίπτωση της Θεομήτορος αναφερόμαστε σε «κοίμηση», δηλαδή προσωρινή παύση των βιωτικών λειτουργιών και αναμονή της ανάστασης των σωμάτων κατά τη Δευτέρα Παρουσία, δεδομένου ότι ο Χριστός με το λυτρωτικό Πάθος και την Ανάστασή Του έδωσε στον άνθρωπο ξανά την ελπίδα της Σωτηρίας. Ο Χριστός, αντίθετα, γνωρίζει ατιμωτικό θάνατο, ως προς την ανθρώπινη φύση του, εφόσον έπαθε και απεβίωσε, όπως και όλοι οι προ αυτού, με τις πνευματικές συνθήκες και τις συνέπειες που απέρρεαν από το προπατορικό αμάρτημα, χωρίς την ελπίδα της σωτηρίας, την οποία Εκείνος επανέφερε στην ανθρωπότητα με το δικό Του Πάθος.
γ) Ο συμφυρμός των ακολουθιών και των λειτουργικών πρακτικών μπορεί να διενεργείται στα πλαίσια της ευλάβειας, αλλά δεν είναι πάντοτε ωφέλιμος. Η λατρεία δεν είναι φαινόμενο συναισθηματισμού, αλλά προσευχητικής μετοχής στο Σώμα του Χριστού. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου πρέπει μόνο τιμή και όχι λατρεία, η οποία αναπέμπεται καθαρά και μόνο στο Θεό. Η ανάπτυξη ιδιαίτερης τιμής στο πρόσωπο της μητέρας του Θεού δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια και να καταντά σε στείρα Μαριολατρεία, η οποία πόρρω απέχει από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
δ) Η Εκκλησία έχει θεσπίσει πλήρες σύστημα ιερών ακολουθιών, με επίκεντρο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Κάθε λειτουργική περίοδος έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η περίοδος του Δεκαπενταυγούστου τιμά το πρόσωπο της Κυρίας Θεοτόκου με τους Παρακλητικούς Κανόνες, μικρό και μεγάλο, οι οποίοι αποτελούν παλαιότατα ποιήματα, μεγάλης ποιητικής και θεολογικής αξίας. Η εισαγωγή καινών ποιημάτων, με καθαρά μιμητική χροιά και ύφος καλό θα είναι να αποφεύγονται.
Τα Εγκώμια και ο Επιτάφιος της Θεοτόκου είναι άγνωστα στοιχεία για τις παλαιές τυπικές διατάξεις. Η επίσημη τυπική διάταξη της Εκκλησίας, δηλαδή το Τυπικό της ΜτΧΕ του Γ. Βιολάκη γνωρίζει την ανωτέρω λειτουργική παρεκτροπή, τη χαρακτηρίζει ως μίμηση, «καινοφανή και κακόζηλη», ως γενόμενη «προς πλείονα τάχα δόξαν και τιμήν της Θεοτόκου». Η τοποθέτηση του επισήμου τυπικού των εκκλησιαστικών ακολουθιών έναντι του φαινομένου των Εγκωμίων της Θεομήτορος είναι κάθετα αρνητική, αφού το «αποδοκιμάζει επισήμως και απαγορεύει μάλιστα αυστηρώς».
Η Εκκλησία της Ελλάδος, ήδη από τα πρώτα έτη της επίσημης σύστασής της ως Αυτοκέφαλης κατά τόπον Εκκλησίας, εξαπολύει προς τις Ιερές Μητροπόλεις της επικράτειας εγκύκλιο (135/21 Απριλίου 1865) υπό τον τίτλο: «Περί απαγορεύσεως Επιταφίου ύμνου εις την εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου». Το κείμενο της εγκυκλίου χαρακτηρίζει την ακολουθία ως «ασυνήθη», «πάντη ξένη εις την καθ’ όλου ορθόδοξην Ανατολικήν του Χριστού Εκκλησίαν», «μη εγκεκριμένη», «μη αναγνωρισμένη» και απαγορεύει την τέλεσή της σε όλες τις Μητροπόλεις της δικαιοδοσίας της. Η Σύνοδος εκτός από την απαγόρευση της εισαγωγής τέλεσης της ακολουθίας, εντέλλεται προς τους αρχιερείς να εμποδίσουν την περαιτέρω χρήση της, εάν ήδη έχει παρεισφρήσει σε κάποιους ναούς της περιφέρειάς τους.
Το κείμενο της Εγκυκλίου αφορμάται από δύο περιστατικά: α) την από ετών τέλεση της ακολουθίας στις Κυκλάδες, στις 15 Αυγούστου και β) από την αυθαίρετη έκδοση Επιτάφιου ύμνου προς τη Θεοτόκο από τον τότε επίσκοπο Καρυστίας, χωρίς να εγκριθεί προς χρήση από τα αρμόδια συνοδικά όργανα. Η εγκύκλιος τονίζει την σπουδαιότητα των ύμνων της Κοίμησης της Θεοτόκου και σημειώνει ότι δεν χρειάζεται η προσθήκη νέων υμνογραφημάτων και μάλιστα κατά τη βούληση καθενός.
Συνοψίζοντας, τα Εγκώμια της Θεοτόκου και ο αντίστοιχος «Επιτάφιος» κρίνονται αρνητικά και καλό θα ήταν να αποφεύγονται στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αφού: α) είναι καινοφανή, β) μιμούνται άστοχα και χωρίς διάκριση την αντίστοιχη λειτουργική πρακτική προς το Χριστό, γ) δεν είναι αποδεκτά από τις ισχύουσες τυπικές διατάξεις, δ) οι ύμνοι προς τιμήν της Θεοτόκου, τόσο οι δύο Παρακλητικοί Κανόνες, όσο και ολόκληρο το υμνογραφικό περίβλημα των ιερών ακολουθιών είναι πλουσιότατο και ικανό για να τιμήσει με μεγαλοπρέπεια τη Θεομήτορα (αγνοούμε, επί παραδείγματι, τους δύο κανόνες του όρθρου της εορτής της Κοιμήσεως, οι οποίοι σε πολλούς ναούς δεν αναγιγνώσκονται καν, αλλά επικροτούμε την εισαγωγή νεωτέρων, άγνωστης σύνθεσης ενίοτε και φτωχότερων ποιητικά και θεολογικά ποιημάτων). Η ορθή στάση έναντι της λατρείας οφείλει να είναι η διαφύλαξη και η ανάδειξη του λειτουργικού πλούτου και όχι η εισαγωγή περιττών στοιχείων που επιβάλλονται από την αγαθή, αλλά ενίοτε στρεβλή λαϊκή ευσέβεια, ιδίως εις βάρος της παλαιάς λειτουργικής κληρονομιάς.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Βιολάκη Γ., Τυπικόν κατά την τάξιν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, Εν Κωνσταντινουπόλει 1888.
Γιαννόπουλου Στεφ., Συλλογή των εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος: μετά των οικείων νόμων, Β. διαταγμάτων, υπουργικών εγγραφών, οδηγιών κτλ. από του 1833 μέχρι σήμερον, εκ του τυπογραφείου Α. Καλαράκη, Εν Αθήναις 1901.
πολλά καλό και κατατοπιστικο κείμενο. Εύγε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο! Πολύ κατατοπιστικό το κείμενο και εξηγεί πλήρως το θέμα.
ΑπάντησηΔιαγραφή