Ο Επιλύχνιος
Ύμνος «Φως Ιλαρόν».
Γεωργίου Ζαραβέλα
Θεολόγου
ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ
Η Επιλύχνια Ευχαριστία ή Επιλύχνιος Ύμνος ή απλά το «Φως Ιλαρόν», αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους ύμνους της θείας λατρείας. Ο ύμνος είναι αναπόσπαστο τμήμα της ακολουθίας του Εσπερινού, αφού αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται κάθε φορά που η ακολουθία τελείται. Η προέλευση του ύμνου είναι άγνωστη. Οι σχετικές υποθέσεις αναγάγουν χρονικά τη σύνθεσή του στην αποστολική εποχή, ενώ είναι πιθανότερο να συντέθηκε και εντάχθηκε στη λατρεία την εποχή των Διωγμών.
Ο συγγραφέας του ύμνου είναι άγνωστος. Η πατρότητά του έχει αποδοθεί κατά καιρούς:
α) Στον μάρτυρα Αθηνογένη (Γ΄ αι.). Ο Αθηνογένης, σύμφωνα με αρχαία παράδοση, έψαλλε τον ύμνο κατά την πορεία του προς το μαρτύριο (περ. 305, Σεβάστεια). Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Αθηνογένης είχε συνθέσει σχετικό ύμνο, ο οποίος σήμερα δεν σώζεται ολόκληρος, εκτός από δύο μικρά τμήματά του στον πάπυρο 244 του Βρετανικού Μουσείου (Στ’-Ζ’ αι.). Παρερμηνεία στίχου από το «Περί Αγίου Πνεύματος» έργο του Μεγάλου Βασιλείου, οδήγησε στον συμφυρμό των δύο ύμνων, δηλαδή του Αθηνογένους με τον υπό εξέταση ύμνο. Ο ίδιος ο Βασίλειος αναφέρει ότι η πατρότητα του ύμνου είναι άγνωστη.
β) Στον Σωφρόνιο Ιεροσολύμων (+638). Η απόδοση του ύμνου στον Ιεροσολύμων Σωφρόνιο γίνεται κυρίως από τον Σωφρόνιο Ευστρατιάδη, ο οποίος αναφέρει ότι ο πρώτος νόθευσε τον επιλύχνιο ύμνο με εκείνον του Αθηνογένη. Το σλαβικό ωρολόγιο, με βάση τη θεωρία αυτή, φέρει τον ύμνο υπό το όνομα του Σωφρονίου. Η παρουσία του ύμνου στο Ωρολόγιο του Αλεξανδρινού Κώδικα (Codex Alexandrinus, Ε’ αι.) αποδεικνύει το ανυπόστατο της σύνθεσης του ύμνου ή της επεξεργασίας του από τον Σωφρόνιο.
Οι αναφορές του ύμνου στην εκκλησιαστική γραμματεία είναι οι ακόλουθες: α) Οι Αποστολικές Διαταγές αναφέρονται στον ύμνο ως «Επιλύχνιο ψαλμό», β) Ο Μέγας Βασίλειος τον μνημονεύει ως «επιλύχνια ευχαριστία», αλλά και ως «αρχαίαν φωνήν», έκφραση την οποία χρησιμοποιεί και ο αδελφός του, Γρηγόριος Νύσσης, γ) Ο Ιωάννης Μόσχος (Στ’ αι.) καταγράφει την πρώτη ρητή αναφορά στον ύμνο ως «Φως Ιλαρόν» στο Λειμωνάριό του. Να αναφερθεί ότι ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων ήταν πνευματικό ανάστημα του Μόσχου και ο τελευταίος είχε αφιερώσει σε εκείνον το ανωτέρω έργο.
Το «Φως Ιλαρόν» αντιστοιχεί στην ευλογία του εσπερινού φωτός. Η απόδοσή του «περί λύχνων αφάς», δηλαδή κατά το χρόνο που το φυσικό φως της ημέρας λιγοστεύει και το διαδέχεται το φως από τις λυχνίες, του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «επιλύχνιος». Ο ύμνος, εκτός από την ακολουθία του Εσπερινού, απαντάται και κατά την τελετή της αφής του Αγίου Φωτός στα Ιεροσόλυμα το Μέγα Σάββατο.
Η δομή του ύμνου αποτελείται από τρία μέρη – στροφές. Η πρώτη («Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ») και η τρίτη στροφή («Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει») ανήκουν στον αρχικό πυρήνα του ύμνου, ο οποίος σε δεύτερη φάση εμπλουτίστηκε με τη β’ στροφή («ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν»), ως εφύμνιο των δύο προηγουμένων. Οι α’ και γ’ στροφές έχουν χριστολογικό περιεχόμενο, ενώ η β’ τριαδικό. Ο Γ. Μπεκατώρος σημειώνει ότι η β’ στροφή – τριαδικό εφύμνιο ψαλλόταν από όλη τη σύναξη, σε αντίθεση με τις άλλες δύο στροφές, οι οποίες ανήκαν μόνο στον προεστώτα.
Ο τρόπος της ψαλμωδίας του ύμνου ποικίλει, ανάλογα με την περίσταση. α) Όταν ο εσπερινός δεν έχει είσοδο (Μικρός Εσπερινός), ο επιλύχνιος ύμνος αναγιγνώσκεται από τον προεστώτα. β) Όταν κατά τη διάρκεια του εσπερινού τελείται είσοδος (Μέγας Εσπερινός), ο ύμνος ψάλλεται σε ήχο β’. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν οι εξής επιμέρους υποπεριπτώσεις: 1) Όταν τελεί τον εσπερινό μόνο ένας πρεσβύτερος, τον ύμνο αναγιγνώσκει ο προεστώς. 2) Σε περίπτωση που ο εσπερινός τελείται στο πλαίσιο αγρυπνίας, τον ύμνο ψάλλει ο α’ χορός των ψαλτών. 3) Όταν τελούν τον εσπερινό περισσότεροι του ενός πρεσβύτεροι, ο ύμνος ψάλλεται από αυτούς, ενώ την κατακλείδα «διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει» λέγει ο β’ χορός. Ο ύμνος, εν προκειμένω, μπορεί να ψαλλεί στην αρχαιότερη μορφή του, δηλαδή οι στροφές α’ και γ’ να ψαλλούν από τη χορεία των κληρικών και ο λαός να αντιφωνήσει με το εφύμνιο – β’ στροφή.
Η μετρικότητα του επιλύχνιου ύμνου έχει κατά καιρούς απασχολήσει την έρευνα. Ο ύμνος είναι συντεθειμένος σε μέτρα λελυμένα, δηλαδή δεν ανήκει σε συγκεκριμένο μετρικό σύστημα. Ο ρυθμός που έχει ο ύμνος οφείλεται στη ρυθμικότητα του πεζού λόγου, όπου τα ισοσύλλαβα, οι ομοτονίες και τα ομοιοτέλευτα είναι περιορισμένα. Η παράθεση του ύμνου σε στίχους στον Αλεξανδρινό Κώδικα οδήγησε στο συμπέρασμα πως ανήκει σε κάποιο μετρικό είδος, χωρίς αυτό να αποδεικνύεται.
Βιβλιογραφία:
Μητσάκη Κ., Βυζαντινή Υμνογραφία. Από την Καινή Διαθήκη ως την Εικονομαχία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1986.
Ο συγγραφέας του ύμνου είναι άγνωστος. Η πατρότητά του έχει αποδοθεί κατά καιρούς:
α) Στον μάρτυρα Αθηνογένη (Γ΄ αι.). Ο Αθηνογένης, σύμφωνα με αρχαία παράδοση, έψαλλε τον ύμνο κατά την πορεία του προς το μαρτύριο (περ. 305, Σεβάστεια). Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Αθηνογένης είχε συνθέσει σχετικό ύμνο, ο οποίος σήμερα δεν σώζεται ολόκληρος, εκτός από δύο μικρά τμήματά του στον πάπυρο 244 του Βρετανικού Μουσείου (Στ’-Ζ’ αι.). Παρερμηνεία στίχου από το «Περί Αγίου Πνεύματος» έργο του Μεγάλου Βασιλείου, οδήγησε στον συμφυρμό των δύο ύμνων, δηλαδή του Αθηνογένους με τον υπό εξέταση ύμνο. Ο ίδιος ο Βασίλειος αναφέρει ότι η πατρότητα του ύμνου είναι άγνωστη.
β) Στον Σωφρόνιο Ιεροσολύμων (+638). Η απόδοση του ύμνου στον Ιεροσολύμων Σωφρόνιο γίνεται κυρίως από τον Σωφρόνιο Ευστρατιάδη, ο οποίος αναφέρει ότι ο πρώτος νόθευσε τον επιλύχνιο ύμνο με εκείνον του Αθηνογένη. Το σλαβικό ωρολόγιο, με βάση τη θεωρία αυτή, φέρει τον ύμνο υπό το όνομα του Σωφρονίου. Η παρουσία του ύμνου στο Ωρολόγιο του Αλεξανδρινού Κώδικα (Codex Alexandrinus, Ε’ αι.) αποδεικνύει το ανυπόστατο της σύνθεσης του ύμνου ή της επεξεργασίας του από τον Σωφρόνιο.
Οι αναφορές του ύμνου στην εκκλησιαστική γραμματεία είναι οι ακόλουθες: α) Οι Αποστολικές Διαταγές αναφέρονται στον ύμνο ως «Επιλύχνιο ψαλμό», β) Ο Μέγας Βασίλειος τον μνημονεύει ως «επιλύχνια ευχαριστία», αλλά και ως «αρχαίαν φωνήν», έκφραση την οποία χρησιμοποιεί και ο αδελφός του, Γρηγόριος Νύσσης, γ) Ο Ιωάννης Μόσχος (Στ’ αι.) καταγράφει την πρώτη ρητή αναφορά στον ύμνο ως «Φως Ιλαρόν» στο Λειμωνάριό του. Να αναφερθεί ότι ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων ήταν πνευματικό ανάστημα του Μόσχου και ο τελευταίος είχε αφιερώσει σε εκείνον το ανωτέρω έργο.
Το «Φως Ιλαρόν» αντιστοιχεί στην ευλογία του εσπερινού φωτός. Η απόδοσή του «περί λύχνων αφάς», δηλαδή κατά το χρόνο που το φυσικό φως της ημέρας λιγοστεύει και το διαδέχεται το φως από τις λυχνίες, του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «επιλύχνιος». Ο ύμνος, εκτός από την ακολουθία του Εσπερινού, απαντάται και κατά την τελετή της αφής του Αγίου Φωτός στα Ιεροσόλυμα το Μέγα Σάββατο.
Η δομή του ύμνου αποτελείται από τρία μέρη – στροφές. Η πρώτη («Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ») και η τρίτη στροφή («Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει») ανήκουν στον αρχικό πυρήνα του ύμνου, ο οποίος σε δεύτερη φάση εμπλουτίστηκε με τη β’ στροφή («ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν»), ως εφύμνιο των δύο προηγουμένων. Οι α’ και γ’ στροφές έχουν χριστολογικό περιεχόμενο, ενώ η β’ τριαδικό. Ο Γ. Μπεκατώρος σημειώνει ότι η β’ στροφή – τριαδικό εφύμνιο ψαλλόταν από όλη τη σύναξη, σε αντίθεση με τις άλλες δύο στροφές, οι οποίες ανήκαν μόνο στον προεστώτα.
Ο τρόπος της ψαλμωδίας του ύμνου ποικίλει, ανάλογα με την περίσταση. α) Όταν ο εσπερινός δεν έχει είσοδο (Μικρός Εσπερινός), ο επιλύχνιος ύμνος αναγιγνώσκεται από τον προεστώτα. β) Όταν κατά τη διάρκεια του εσπερινού τελείται είσοδος (Μέγας Εσπερινός), ο ύμνος ψάλλεται σε ήχο β’. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν οι εξής επιμέρους υποπεριπτώσεις: 1) Όταν τελεί τον εσπερινό μόνο ένας πρεσβύτερος, τον ύμνο αναγιγνώσκει ο προεστώς. 2) Σε περίπτωση που ο εσπερινός τελείται στο πλαίσιο αγρυπνίας, τον ύμνο ψάλλει ο α’ χορός των ψαλτών. 3) Όταν τελούν τον εσπερινό περισσότεροι του ενός πρεσβύτεροι, ο ύμνος ψάλλεται από αυτούς, ενώ την κατακλείδα «διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει» λέγει ο β’ χορός. Ο ύμνος, εν προκειμένω, μπορεί να ψαλλεί στην αρχαιότερη μορφή του, δηλαδή οι στροφές α’ και γ’ να ψαλλούν από τη χορεία των κληρικών και ο λαός να αντιφωνήσει με το εφύμνιο – β’ στροφή.
Η μετρικότητα του επιλύχνιου ύμνου έχει κατά καιρούς απασχολήσει την έρευνα. Ο ύμνος είναι συντεθειμένος σε μέτρα λελυμένα, δηλαδή δεν ανήκει σε συγκεκριμένο μετρικό σύστημα. Ο ρυθμός που έχει ο ύμνος οφείλεται στη ρυθμικότητα του πεζού λόγου, όπου τα ισοσύλλαβα, οι ομοτονίες και τα ομοιοτέλευτα είναι περιορισμένα. Η παράθεση του ύμνου σε στίχους στον Αλεξανδρινό Κώδικα οδήγησε στο συμπέρασμα πως ανήκει σε κάποιο μετρικό είδος, χωρίς αυτό να αποδεικνύεται.
Βιβλιογραφία:
Μητσάκη Κ., Βυζαντινή Υμνογραφία. Από την Καινή Διαθήκη ως την Εικονομαχία, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1986.
Μπεκατώρου Γ. Γ., «Φως Ιλαρόν», ΘΗΕ, 12 (1968), στ. 14-15.
Παπαδόπουλου Γ. Ι., Ιστορική επισκόπησις της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Εν Αθήναις 1904.
Τρεμπέλα Παν. Ν., Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνογραφίας, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 2007⁴.
Τωμαδάκη Ν. Β., Εισαγωγή εις την βυζαντινήν φιλολογίαν, τ. ΙΙ: Η βυζαντινή υμνογραφία και ποίησις, Αθήνα 1965.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιο Ιστολογίου
Οι απόψεις που εκφράζονται, απηχούν την προσωπική γνώμη του εκάστοτε γράφοντος.
Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.
Σχόλια που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.
Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ. Για τον λόγο αυτό ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση για να αποφευχθούν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς διότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Ανώνυμα σχόλια ή σχόλια με ψευδώνυμο ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.